Στην τρίτη και πιο διακριτική ταινία της αθόρυβα δημιουργικής του φιλμογραφία, ο Στέργιος Πάσχος υπογράφει μια κατάθεση για τον πρώτο έρωτα και τη χτίζει με την πολύ έξυπνη ιδέα της αντίστροφης ανάμνησης. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε την πεισματική και αδικαιολόγητη άρνηση της έφηβης Μαργαρίτας να πάει στο χωριό, στην κηδεία του αγαπημένου της παππού που ουσιαστικά τη μεγάλωσε, παρά την πίεση των απογοητευμένων από τη στάση της γονιών της· λίγο αργότερα θα καταλάβουμε γιατί επιμένει να μείνει στο σπίτι. Στο δεύτερο ο Αντώνης συναντιέται τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του με τη Λούλα, τον μεγάλο, «αγιάτρευτο» έρωτά του, η οποία πλέον πάσχει από άνοια. Σε αντίστιξη με τη σύγχυση της νεανικής επιθυμίας, τη σύγκρουση μεταξύ λογικής και προσμονής, παραμονή ενός τυπικού σπιτικού πάρτι στην Αθήνα του 1999, ο ωκεανός από το βαθύ πάθος του παρελθόντος όπως πυροδοτείται από το σιωπηλό, στερνό, σμίξιμο μιας καρδιάς σκισμένης στα δύο είναι το κλου μιας ταινίας. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου συνυπάρχει με τη Μισέλ Βάλεϊ πέρα από τον χρόνο, είναι σαν αιωρούμενες ψυχές που ανασαίνουν για να συναντηθούν, σε μια αγάπη που ζει κάπου αλλού. Αυτή η υπέροχη, μεγάλη σεκάνς που διανθίζεται από ένα συγκινητικό τραγούδι είναι θρίαμβος υποκριτικής καθηλωτικών βλεμμάτων που δεν έχει ανάγκη τον λόγο, μια ανταλλαγή ανομολόγητων τύψεων και γλυκόπικρων απωθημένων, συγκίνησης και απελπισίας, επιστέγασμα καριέρας ειδικά για τη Βάλεϊ, μια ηθοποιό που εδώ δείχνει τη στόφα και το μεγάλο class των επιλογών της.