Mε ενδιάμεσες στάσεις στα φεστιβάλ του Σάντανς και του Βερολίνου, το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Ελληνοαυστραλών αδερφών Φιλίππου έκανε την πρεμιέρα του το καλοκαίρι στις ΗΠΑ, έγινε απρόσμενο εισπρακτικό σουξέ και πήρε ήδη το πράσινο φως για μια συνέχεια. Τώρα κυκλοφορεί (επιτέλους!) και στις ελληνικές αίθουσες με αξιώσεις ανάλογης επιτυχίας, καθώς είναι μια ταινία που απευθύνεται τόσο στον μέσο θεατή των multiplex όσο και στον ορκισμένο φαν του σινεμά τρόμου, ο οποίος έχει παραπανίσιες απαιτήσεις από το είδος.

 

Το ατού της ταινίας είναι το concept της, που μπορεί να περιγραφεί σε ελάχιστες γραμμές – οι περισσότερες πετυχημένες ταινίες του είδους διαθέτουν αυτή την αρετή, άλλωστε. Μια παρέα εφήβων μαζεύεται για να παίξει ένα νοσηρό, πλην άκρως διασκεδαστικό παιχνίδι, με εργαλείο ένα ταριχευμένο χέρι που επιτρέπει στους νεκρούς να καταλάβουν το σώμα του εκάστοτε παίχτη, δίνοντας τη δυνατότητα της επικοινωνίας με τον άλλο κόσμο. Κι επειδή πάντα υπάρχουν και απαράβατοι κανόνες που παραβιάζονται για να έχουμε ταινία, στην περίπτωσή μας ο κανόνας θέλει τον παίχτη να μπορεί να κρατήσει το ταριχευμένο χέρι μόνο για 90 δευτερόλεπτα, διαφορετικά το πνεύμα του νεκρού θα καταλάβει το σώμα του για πάντα.

 

Με όχημα αυτό το εύρημα, οι αδελφοί Φιλίππου στήνουν μια αφήγηση που παντρεύει τον γραφικό τρόμο με τη σεξουαλική αναστάτωση – οι ήρωες βρίσκονται στην εφηβική και στη μετεφηβική ηλικία, άλλωστε. Η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα τους είναι ότι οι σχετικές ανησυχίες μάς ακολουθούν και στον άλλο κόσμο, ότι οι νεκροί λαχταρούν τη ζωή και θέλουν να χρησιμοποιήσουν τους έμψυχους «διαύλους επικοινωνίας» για να ζήσουν λίγο ακόμα. Δυστυχώς, η ιδέα μένει αναξιοποίητη, όπως οι περισσότερες – ακόμα και η σοσιαλμιντιακή έκθεση, στην οποία στάθηκαν αρκετές κριτικές του εξωτερικού, αποτελεί απλώς ένα trend της εποχής που ενσωματώνεται στην ταινία. Επηρεασμένοι από μια άλλη σύγχρονη τάση του είδους, οι δύο αδελφοί εστιάζουν στο τραύμα, ίσως επειδή αυτό είναι το κοινό μοτίβο των περισσότερων επιτυχιών «αναβαθμισμένου τρόμου», και τα μπουρδουκλώνουν, καταλήγοντας, μάλλον ακουσίως, στη διατύπωση μιας προβληματικής άποψης για τις επενέργειές του τραύματος σε φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον και για τη δέουσα λύση. 

 

Το φιλμ είναι πιο επιτυχημένο όταν αφήνει στην άκρη τη συντρέχουσα, «σοβαρή» ταινία και επιχειρεί να μας τρομάξει, ένα αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται μέσω της εικονογραφίας και των νοσηρών εκπλήξεων και όχι μέσω απαράσκευων, απότομων ξαφνιασμάτων. Yπάρχουν (τουλάχιστον) δυο σκηνές που θα σας αφήσουν με το στόμα ανοιχτό, ενώ οι κλεφτές ματιές στο επέκεινα θα έκαναν ακόμα και τον Ιερώνυμο Μπος να ανατριχιάσει. Σε μια πολύ μέτρια χρονιά για το είδος, το Talk to me είναι ο μονόφθαλμος που βασιλεύει, συστήνοντας δύο υποσχόμενους σκηνοθέτες. Ίσως μπορέσουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις την επόμενη φορά, είτε δουλεύοντας περισσότερο την ιστορία τους και καταλήγοντας με ακρίβεια σε όσα θέλουν να καταθέσουν γύρω από τα θέματα της ταινίας τους είτε παραμερίζοντας τις αλληγορίες και αγκαλιάζοντας το ανόθευτο μεταμεσονύκτιο θέαμα.