Ο Άνθρωπος που τον έλεγαν Όττο, και που παλιότερα τον έλεγαν Όβε, στη σουηδική του εκδοχή· ο Κοβάλσκι του Κλιντ Ίστγουντ που γρύλιζε στους ξένους, στο Gran Torino· ο Θέγιερ του Χένρι Φόντα στη Γαλάζια Λίμνη, που ανταγωνιζόταν ακόμα και την overachiever Τζέιν του, επειδή ήθελε γιο· οι γκρινιάρηδες Γουόλτερ Ματάου, κυρίως, και Τζακ Λέμον από τον καιρό που «παντρεύτηκαν» κινηματογραφικά· το σινεμά είναι σπαρμένο με φωτογενείς, στριμμένους Σκρουτζ του συναισθήματος, σκουντούφληδες Γκριντς με μοναδικό σκοπό να κλέψουν τη χαρά των άλλων. Υπάρχει λέξη γι’ αυτούς τους τύπους στα αγγλικά (curmudgeons), και ο Ντάνι ντε Βίτο έχει σκηνοθετήσει σχετική ταινία, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον Τζεφ Ντάνιελς. Τι κοινό έχουν; Είναι άνδρες. Και το σημαντικότερο, δεν παραμένουν αρνητικοί μέχρι το φινάλε, λυγίζουν και φανερώνουν τι κρύβεται πίσω από τη συμπεριφορά τους, σαν να υπάρχει μυστική ρήτρα που να επιβάλλει τη μεταμόρφωσή τους σε ψυχούλες, ικανές για την πιο θεάρεστη ανατροπή, ή σαν να μην αντέχει ο σκηνοθέτης να αφήσει τους θεατές με μια ξινή επίγευση. Όχι ο Μάικ Λι όμως: ο Άγγλος δημιουργός τοποθετεί μια μεσήλικη γυναίκα στο επίκεντρο της άχαρης καθημερινότητας μιας μεσοαστικής οικογένειας, αφαιρώντας της κάθε χυμό που μπορεί να έχει ή τη θετική μνήμη που θα μπορούσε ακόμη να σπινθηρίζει στη διάδρασή της με τους κοντινούς και μη ανθρώπους. Αρπάζεται δι’ ασήμαντον (ή καμία) αφορμή με τον εύσωμο, άεργο 22χρονο γιο της, με τον επίσης λιγομίλητο, στωικό υδραυλικό σύζυγό της (που άνετα τον λες εργατικό και φιλότιμο) που έχει το βλέμμα ενός πληγωμένου ζώου, με άγνωστους υπαλλήλους και πελάτες στο σούπερ-μάρκετ, στο πάρκινγκ και σε ένα κατάστημα επίπλων, ακόμα και με την αδελφή της, τη Σαντέλ, μητέρα και κομμώτρια, εύχαρι και κοινωνική, ανοιχτή σε ανώδυνες κουβέντες και εγκάρδιες παραινέσεις, μια φωτεινή αντίστιξη σε όποιο οικογενειακό κακό έχει βρει την αδελφή της. Η Πάνσι ασφυκτιά, εκρήγνυται μέχρι και με τον αέρα που μετά βίας αναπνέει, την ενοχλούν οι πάντες και τα πάντα, πονάει παντού, εχθρεύεται τους γιατρούς που είναι πρόθυμοι να την κουράρουν και ανεκτικοί με τις ιδιοτροπίες της, πασχίζει να βρει λίγες στιγμές ξεκούρασης, φοβάται πως δεν την αγαπάει και δεν την έχει ποτέ αγαπήσει κανείς, έχει μπουχτίσει και δεν ξέρει πώς να ξεφύγει από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Μάικ Λι είναι ανελέητος μαζί της, όπως και η Μαριάν Ζαν Μπατίστ αμείλικτη με την ηρωίδα που υποδύεται. Το πρώτο ημίωρο της ταινίας Πικρές αλήθειες είναι εξόχως βασανιστικό. Η Πάνσι ενδεχομένως είναι ο πιο αντιπαθής χαρακτήρας που έχουμε δει ποτέ, από αυτούς που φυσικά δεν ανήκουν στην κατηγορία των τυπικών villains. Φαίνεται σκοτεινή, ισχυρίζεται πως είναι στοιχειωμένη, ακούγεται ως ανίατη μισάνθρωπος και αναρωτιέσαι αν ο Λι θα της χαρίσει κάποιο ελαφρυντικό ή αν θα βρει τον τρόπο να τη βοηθήσει να εξιλεωθεί. Η κινηματογραφική του γραφή δεν συνηθίζει να καταφεύγει σε τραυματισμένα backgrounds και ανατρεπτικές εκπλήξεις. Ψυχολογεί με ακτίνες λέιζερ, κοφτερές και άβολες, όσο η δυστυχία της Πάνσι κόβεται με το μαχαίρι, κάνοντας προσωρινά εκεχειρία με την επιθετικότητά της κατά την επίσκεψη στον τάφο της μητέρας της, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της, μια απώλεια που αντιλαμβανόμαστε πως φέρει βαρέως – το γεγονός ότι ήταν εκείνη που τη βρήκε νεκρή σημαίνει πολλά για τη δυναμική των δυο αδελφών και για την ψυχική της υγεία. Υπάρχει κάτι βαθύτερο από την πικρή κωμωδία που συχνά ακολουθεί ο Λι για να διασκεδάσει τον παραλογισμό μιας γυναίκας που φρικάρει εκκωφαντικά ακόμη και στη θέα μιας μικρής αλεπούς στην περιφραγμένη αυλή του σπιτιού της, και η υπέροχη, επίσης δυσβάστακτη, γεμάτη δυνατές σιωπές σεκάνς στο οικογενειακό γεύμα στο διαμέρισμα της Σαντέλ γυρίζει τον διακόπτη διαφωτιστικά και συγκινητικά. Το κοινωνικό φόντο περιγράφεται, απλώς πλαισιώνει, δεν προβιβάζεται σε πρωταγωνιστικό ή ανακουφιστικό ρόλο.
Δεν είναι spoiler η αποκάλυψη πως σε τέτοιου είδους εσωτερικό δράμα που υπογράφει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης δεν προβλέπεται ευτυχές τέλος, αλλά ο Μάικ Λι, έμπειρος στα μυστικά και στα ψέματα που κουβαλάνε οι φορτισμένες ηρωίδες του, προσφέρει μια μικρή πυξίδα κατεύθυνσης των χαρακτήρων του, έστω κι αν το σενάριό του φαντάζει παραδουλεμένο και συχνά κατασκευασμένο για να ανασάνει ανθρώπινα.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0