Το παρασκήνιο της Μελωδίας της Ελευθερίας παρουσιάζει σίγουρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την ίδια την ταινία. Ο μεξικανικής καταγωγής Αμερικανός θρήσκος σκηνοθέτης Αλεχάντρο Μοντεβέρντε είχε βαλθεί να ασχοληθεί με την παιδική σωματεμπορία από τότε που διάβασε μια σχετική είδηση, πολλά χρόνια πριν, και ξεκίνησε το σχετικό σενάριο το 2015. Όταν όμως γνώρισε τον πρώην κυβερνητικό πράκτορα, ακτιβιστή και σωτήρα πολλών απαχθέντων κυρίως στη Λατινική Αμερική και κακοποιημένων ανηλίκων, Τιμ Μπάλαρντ, αποφάσισε πως καμία απόπειρα μυθοπλαστικής μεταφοράς της επικαιρότητας δεν συγκρίνεται με τη συναρπαστική ιστορία του, που κατά μερικές πηγές είναι μια υπερβολική εκδοχή των πραγματικών του πράξεων. Ο Μπάλαρντ ενεπλάκη στην ταινία και ο Τζιμ Καβίζελ μετά χαράς ανέλαβε τον ομώνυμο, πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο ηθοποιός που έγινε, και έμεινε γνωστός, ως Ιησούς στο Πάθος του Χριστού του Μελ Γκίμπσον και τράβηξε την προσοχή όσο διατεινόταν πως πολλά παράξενα και μεταφυσικά τού συνέβησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν είναι μόνο φανατικός καθολικός αλλά και δηλωμένος πιστός της QAnon, του ακροδεξιού δικτύου που βασίζεται σε θεωρία συνωμοσίας που, ανάμεσα στα αδιανόητα που σπέρνει στο διαδίκτυο, ισχυρίζεται ότι μια ελίτ (δεν χρειάζεται να αναφέρουμε από τι είδος και ποιας φυλής ανθρώπων απαρτίζεται) κατασκευάζει το χημικό adrenochrome (το οποίο παρεμπιπτόντως εργαστηριακά υπάρχει από τη δεκαετία του ’50 και δοκιμάστηκε για τη θεραπεία της σχιζοφρένειας, με ελεγχόμενα αποτελέσματα), αποσπώντας το με βασανιστικές μεθόδους από την αδρεναλίνη ανηλίκων την ώρα που βιάζονται και δολοφονούνται. Για ποιον λόγο; Για την αιώνια νεότητα!

 

Κι ενώ ο Καβίζελ έχει δηλώσει αυτά και άλλα πολλά σχετικά με την αόρατη οργάνωση που σέρνεται εδώ και έξι χρόνια και καθόλου τυχαία συνδέεται με το Τραμπ και τη σαρωτική καταιγίδα που ελπίζουν να φέρει, η ταινία δεν αναφέρεται στην QAnon και τις θεωρίες της ούτε στο ελάχιστο. Μια έξυπνη κίνηση από τους χρηματοδότες της ταινίας και ιδρυτές της εταιρείας παραγωγής Angel, τους Μορμόνους αδελφούς Χάρμον, ήταν να οργανώσουν crowdfunding για τη διανομή, αφυπνίζοντας έτσι ένα κοινό πρόθυμο να παρακολουθήσει κάτι διαφορετικό στην αίθουσα, περίπου όπως έγινε με το Πάθος του Χριστού, και τον κόσμο που είχε σιχαθεί τους αμαρτωλούς και τα κολασμένα θεάματα που προσέφεραν επί δεκαετίες. Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές του τύπου Τεντ Κρουζ χαιρέτισαν θερμά την ταινία και τα νοήματά της, ενώ ο ίδιος ο «θεός» Τραμπ δέσποσε μιας ιδιωτικής προβολής στο Mar-a-Lago. Με αυτά και με κείνα, το Sound of Freedom έκανε απίθανες εισπράξεις στις ΗΠΑ το καλοκαίρι του Μπαρμπενχάιμερ, ξεπερνώντας τα 200 εκατομμύρια δολάρια καθώς και φαβορί με φόρα, όπως οι Επικίνδυνες Αποστολές και ο Ιντιάνα

 

Ανεξάρτητα από τον αν ο Τιμ Μπάλαρντ αντιμετωπίζει παραπάνω από μία κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση και επιδίδεται σε αχαλίνωτο παραμύθι, δηλαδή παραποίηση της αλήθειας μέσα από τις ηρωικές ιστορίες που γράφει στα βιβλία του και απαγγέλλει γλαφυρά και δακρύβρεχτα στις ομιλίες του, και από το αν ο Καβίζελ επιμένει σε ανυπόστατες πλεκτάνες, χορεύοντας πάνω στο τεντωμένο σχοινί των culture wars, η ταινία δεν είναι προπαγανδιστική, ψεκασμένη, ύποπτη ή επικίνδυνη για τη δημόσια και πολιτική υγεία. Απλώς είναι πληκτική και ελάχιστα πειστική. Ο Μοντεβέρντε υιοθετεί έναν σοβαρό, πένθιμο τόνο χωρίς στυλ ή δύναμη στα πλάνα, σαν Κλιντ Ίστγουντ που έχει βγει από υπολογιστή, και προχωρά με τις απίθανες περιπέτειες του Μπάλαρντ, θεωρώντας πως οι σπείρες που εκμεταλλεύονται τα παιδιά, τα διακινούν και τα κρατούν φυλακισμένα στα βουνά και τις αποθήκες είναι κλεφτοκοτάδες με περίεργες φάτσες – όσο οι παιδόφιλοι είναι τύποι με αστεία κουρέματα και ακόμα πιο γελοία γυαλιά. Ο δε Καβίζελ, που εξακολουθεί να είναι φωτογενής και με νεανική εμφάνιση, παίζει ακριβώς τον ίδιο ρόλο, του Ιησού.