Από το Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο (ναι, με τον Βέγγο, σε σενάριο του Ναπολέοντα Ελευθερίου) μέχρι το Color me Kubrick, με τον Τζον Μάλκοβιτς να υποδύεται τον διαβόητο Άλαν Κόνγουεϊ, ο οποίος πόζαρε επί σειρά ετών ως Στάνλεϊ Κιούμπρικ και ο κόσμος τσίμπαγε, επειδή δεν είχε δει ούτως ή άλλως ποτέ από κοντά τον φαντομά σκηνοθέτη, το σύνδρομο του απατεώνα στο σινεμά παρουσιάζει ενδιαφέρον από πλευράς θέματος, αν και παραμένει ολισθηρή η προσέγγισή του. Διότι φαίνεται απλό να παραλαμβάνεις μια συναρπαστική ιστορία παρατεταμένης, μεθοδευμένης παρανόησης, αλλά εξαιρετικά πολύπλοκο να αποφασίσεις αν θα πορευτεί ως δράμα με τραγικές προεκτάσεις ή θα ελαφρύνει ως κωμωδία παρεξηγήσεων.

 

Το αισθηματικό δίλημμα Η επιστροφή του Μάρτιν Γκερ γνώρισε, εκτός από το πρωτότυπο φιλμ με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ένα αμφίβολο remake με τον Ρίτσαρντ Γκιρ και την Τζόντι Φόστερ στον ρόλο της συζύγου που στην απόγνωση της αναμονής και της μοναξιάς δεν θέλησε να προδώσει το μυστικό του εξαφανισμένου άνδρα. Το Ένας διακριτικός ήρωας του Ζακ Οντιάρ είναι ακριβώς ό,τι περιγράφει ο τίτλος του, η επινοημένη προσωπικότητα για ευγενείς σκοπούς, ενώ η πιο χαρακτηριστική περίπτωση διχοτομημένου χαρακτήρα είναι ο Ρίπλεϊ της Πατρίσια Χάισμιθ, που μεταφέρθηκε διαφορετικά, και συχνά με επιτυχία, από πολλούς σκηνοθέτες.

 

Η περίπτωση του απατηλού λογοτέχνη με την «υιοθετημένη» ταυτότητα δεν είναι άγνωστη στη μεγάλη οθόνη: σχετικά πρόσφατα, ο Συγγραφέας με τον Πιερ Νινέ βάδισε σε μονοπάτια παρόμοια με εκείνα της Χάισμιθ – ένα φαινομενικά ήσυχο θρίλερ με σασπένς και κάποιες ανατροπές, όπως άλλωστε και οι Μεταφραστές, αν και σε πιο φιλόδοξη και μπερδεμένη κλίμακα.

 

Ο Συγγραφέας Κατά Λάθος ανήκει σε άλλο σύμπαν, και παρακολουθεί με ανάμεικτα συναισθήματα τον πρωταγωνιστή, τον μυστηριωδώς εξαφανισμένο μετά το εκρηκτικό εκδοτικό του ντεμπούτο, Σράιβερ, 20 χρόνια μετά, όταν ένα άσημο αμερικανικό κολλέγιο τον προσκαλεί στο ετήσιο φεστιβάλ του, κυρίως επειδή κανείς γνωστός δημιουργός δεν δέχεται να παραστεί, για να προλογίσει το έργο του και να απαντήσει σε ερωτήσεις φοιτητών και κοινού. Θέλει να τον δικαιώσει; Ή να τον αφήσει στην ησυχία του, μετά από μια πολύβουη παρένθεση;

 

Ο δημοσιογράφος και σεναριογράφος Μάικλ Μάρεν που σκηνοθέτησε την ταινία είχε στο νου του τον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν όταν συνέλαβε και εκπόνησε το πρώτο draft. Ο Τόμας Χέιντεν Τσερτς, υποψήφιος για Όσκαρ στο Πλαγίως, και η Τόνι Κολέτ στον ρόλο της γυναίκας που είχε κάποτε λογοτεχνικές φιλοδοξίες και πλέον ζει την επαρχιακή ζωή της περιθωριοποιημένης ακαδημαϊκού, είχαν υπογράψει, μαζί με τη Γούπι Γκόλντμπεργκ και τον Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, περίπου 6 χρόνια πριν, αλλά προβλήματα στην παραγωγή και η πανδημία εκτροχίασαν τα αρχικά σχέδια, και ο Μάρεν κατέληξε στον Μάικλ Σάνον και την Κέιτ Χάντσον, με τον Ντον Τζόνσον να καλύπτει τα κενά από την έλλειψη χημείας ανάμεσά τους, καθώς υποδύεται τον καθηγητή που δεν του φαίνεται καθόλου πως κατέχει από γράμματα, κινείται στην κωμόπολη με άλογο, πίνει και λέει αστεία, αλλά έχει παρελθόν με τη Χάντσον και κατά κάποιον τρόπο ρυθμίζει το στόρι όταν χρειάζεται η ανατροπή για να ξεκολλήσει η πλοκή.

 

Ο Σράιβερ (ένας από τους δυο αγγλικούς τίτλους της ταινίας, καθώς ο άλλος είναι A Little White Lie) είναι ένα αίνιγμα για τους άλλους και η ταινία δημιουργεί βάσιμες αμφιβολίες γύρω από το αν αυτός είναι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος που τάραξε τα νερά της ευρύτερης λογοτεχνικής κοινότητας. Τελμάτωσε από την παντελή απουσία έμπνευσης, πάσχει από κατάθλιψη επειδή έχασε τη σύζυγό του, ή απλά πρόκειται για συνωνυμία, την οποία εκμεταλλεύτηκε, τότε και τώρα που για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες κάποιος τον θυμήθηκε και με τη βοήθεια ενός φίλου του φτάνει στο σημείο να σηκωθεί από το μίζερο κρεβάτι του και να εμφανιστεί μπροστά σε κόσμο; Είναι σίγουρο πως ο έκπτωτος συγγραφέας που η εποχή του τον ξεπέρασε (το περιεχόμενο του βιβλίου του δεν είναι και τόσο φιλικό προς το #ΜeToo ρεύμα) και οι σύγχρονοί του τον ξέχασαν δεν μοιάζει με την περίπτωση του Σάλιντζερ και της πεισματικής του άρνησης να παίξει το παιχνίδι της αγοράς και της δημοσιότητας.

 

Η ιδέα ενός κατατονικού ερημίτη που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα τον περιβάλλουν αντιμετωπίζεται ρηχά από τον Μάρεν. Το υπαρξιακό με την κομεντί συναντιούνται σε μια σειρά από αμήχανες σκηνές και δένουν ελάχιστα, όσο κι αν ενισχύονται από πρόσωπα και απανωτές παρεξηγήσεις, ακόμη και με τη στρατολόγηση κάποιου άλλου (Ζακ Μπραφ), που ισχυρίζεται πως είναι ο πραγματικός Σράιβερ και προσκομίζει αποδείξεις για του λόγου το αληθές.

 

Ο Σάνον, ένας ηθοποιός που φημίζεται για τη σοβαρότητα στη δουλειά και συχνά την υπερβολική βλοσυρότητα που προσδίδει στους χαρακτήρες του, είναι σχεδόν αντικινηματογραφικός στη συνεχή του προσπάθεια να συνέλθει από ένα σύννεφο ασάφειας, η Χάντσον παίζει σε άλλη ταινία, ενώ ο Τζόνσον, συμπαθής στην ανακουφιστική αποστολή του, δεν πείθει ούτε μια στιγμή πως υπηρετεί, έστω και ακούσια, αυτό το μετερίζι. Τα πάντα στην ταινία δείχνουν πως πρόκειται για μια τονικά ανάλαφρη κωμωδία με βαθύτερο νόημα, αλλά αναδίδεται το αίσθημα του άστοχου, εν τέλει, εγχειρήματος, χωρίς ψυχή και λόγο ύπαρξης.