Mια ταινία που ξεκινά με γοητευτικές περιπλανήσεις στο νυχτερινό αστικό τοπίο και Thelonious Monk στο σάουντρακ μάς έχει με το «καλημέρα» ή μάλλον με το «καλησπέρα». Όταν, δε, χρησιμοποιεί επανειλημμένα τη μελωδία του Βιβάλντι που κοσμούσε το «Κράμερ εναντίον Κράμερ», σου δίνει να καταλάβεις ότι η μητρότητα θα αποτελέσει θεματική του έργου, ακόμα κι αν είχες ξεχάσει τον τίτλο της. Μέσα από όμορφες εικόνες, αγγελικά πλασμένες, την Εφιρά και τον Ροσντί Ζεμ κινηματογραφημένους πιο ωραία από ποτέ και ακόμα περισσότερες εκλεκτές μουσικές επιλογές, η Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι ακολουθεί την ηρωίδα της στην (σταδιακά όλο και πιο αγωνιώδη) απόπειρά της να γίνει μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εραστή της και, κυρίως, της ανήλικης κόρης του.
Σε αυτή την προσπάθειά της θα υπάρξουν στιγμές που θα φερθεί εγωιστικά, πλην ανθρώπινα. Η Εφιρά έχει ντοκτορά σε χαρακτήρες των οποίων οι συμπεριφορές ισορροπούν σε μια λεπτή ηθική γραμμή, ξέρει πώς να παίξει αυτές τις σκηνές με τρόπο που δεν θα τη σιχαθείς αλλά ούτε και θα εκβιάσει τη συμπάθειά σου με τον μαγνητισμό της, ενώ μπορεί εύκολα να το κάνει. Το πρόβλημα είναι ότι ένα βασικό σεναριακό στοιχείο, που θα τοποθετούσε όλη τη στάση του χαρακτήρα σε διαφορετικό και πολύ πιο κατανοητό πλαίσιο, συστήνεται καθυστερημένα στο φιλμ, σε βαθμό που κάποια γεγονότα ίσως παρερμηνευθούν ως μικρότητες.
Έστω κι έτσι, το επιμύθιό της η ταινία το κερδίζει, καθιστώντας σαφές ότι η μητρότητα είναι (και θα πρέπει να είναι) πάντα προϊόν επιλογής και όχι αναγκαιότητας και ότι οι εκδηλώσεις της μπορούν να περιλαμβάνουν μια πολύ ευρύτερη γκάμα δραστηριοτήτων και σχέσεων, πέρα από το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας. Και το γεγονός ότι αυτό έρχεται τελικά με τον οργανικό τρόπο του προσωπικού δράματος και όχι με τον διδακτικό μιας ταινίας ατζέντας είναι μια μικρή νίκη της Ζλοτόφσκι και ο κύριος λόγος που στο τέλος σού μένει η αίσθηση ότι παρακολούθησες κάτι περισσότερο από ένα καλοφτιαγμένο, σοβαρό κινηματογραφικό άρλεκιν ‒ αν και όχι σημαντικά περισσότερο.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0