Με τη δράση του περιορισμένη σε μία ημέρα, εκείνη του πάρτι εορτασμού των γενεθλίων του Τόνα, πατέρα της επτάχρονης Σολ, το Τοτέμ συνθέτει το πορτρέτο μιας οικογένειας και τον τρόπο που τα μέλη της διαχειρίζονται τη θλίψη. Βλέπεις, το πάρτι γενεθλίων είναι ταυτόχρονα και αποχαιρετιστήριο, καθώς ο Τόνα είναι βαριά άρρωστος.

 

Τα γεγονότα της μέρας τα παρακολουθούμε μέσα από το βλέμμα της Σολ. Ακόμα και όταν η μικρή δεν είναι παρούσα, ο φακός είναι τοποθετημένος στο ύψος του βλέμματός της. Άρα η Αβιλές, καθώς σκιαγραφεί τους χαρακτήρες, θέλει να μας βάλει στη θέση της Σολ, την ενδιαφέρει πώς η ηρωίδα θα διαχειριστεί την οριακή στιγμή όπου ο ανήλικος κάνει το πρώτο οδυνηρό βήμα προς την ενηλικίωση, εκείνο της γνωριμίας και της βίαιης εξοικείωσης με την έννοια του τέλους.

 

Τίποτε δεν είναι αυτοσχέδιο κι ας δίνει αυτή την εντύπωση η κινηματογράφηση, τα πάντα είναι τεχνητά κι όμως το φιλμ παράγει αυθεντικότητα εφάμιλλη ενός home video, σε πείθει ότι η ζωή των χαρακτήρων συνεχίζεται και αφού κλείσει η κάμερα. Η έμφαση στον ρεαλισμό είναι ταυτόχρονα το μεγάλο ατού αλλά και η αχίλλειος πτέρνα της ταινίας. Είναι φορές που αισθάνεσαι ότι θυσιάστηκε το δραματικά ενδιαφέρον στο όνομα αυτού (του ρεαλισμού). Υπάρχει και αρκετό χιούμορ, παρά την εκ των πραγμάτων θρηνητική ατμόσφαιρα, και καθόλου δεν απορείς γι’ αυτό, καθώς το χιούμορ είναι το εργαλείο που εφηύραμε ώστε να διασκεδάσουμε την αμηχανία της συμφοράς και να μερώσουμε τον πόνο.

 

Όλα τους είναι πράγματα που έχεις ξαναδεί στην οθόνη, πολλές φορές καλύτερα, ακόμα περισσότερες χειρότερα, ώσπου έρχεται το τελικό πλάνο, με τη μικρή Σολ να κοιτάζει τον φακό και το βλέμμα της να τρυπά την οθόνη και να μεταφέρει το τραύμα της συνειδητοποίησης, κονιορτοποιώντας κάθε μηχανισμό αυτοπροστασίας του θεατή. Με μια γλαφυρή εικόνα και έναν αιφνιδιαστικό, σύντομο, κοφτό (σαν τον θάνατο) επίλογο που ακολουθεί, η Αβιλές συμπυκνώνει όσα οι περισσότερες κινηματογραφικές δημιουργίες, συμπεριλαμβανομένης αυτής εδώ, σπαταλούν οκάδες φιλμ για να καταφέρουν να αρθρώσουν.