«Πού πηγαίνουμε όταν πεθαίνουμε;» ρωτά η μικρή Σαλώμη τη μητέρα της και, όταν εκείνη δηλώνει άγνοια, επιμένει και αναρωτιέται γιατί δεν έρχεται η γιαγιά για να τους πει. Δεν έρχεται, επειδή μόλις πέθανε. Βρισκόταν, όμως, σε ανοιχτή επικοινωνία με τον κόσμο των πνευμάτων και η Σαλώμη τη βοηθούσε συχνά στο έργο της. Ίσως γι’ αυτό εξακολουθεί να τη βλέπει μπροστά της όλες αυτές τις μέρες της επιστροφής στο χωριό λόγω της κηδείας.

 

Πρόκειται για την τέταρτη ταινία μέσα σε έναν μήνα που κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες, όπου ένα μικρό κορίτσι έρχεται αντιμέτωπο με την απώλεια και καλείται να συμφιλιωθεί μαζί της – οι άλλες τρεις είναι το Αma Gloria, το Totem και το Sea Sparkle. Το Alma Viva είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες, μα ταυτόχρονα και η λιγότερο συγκροτημένη. Το ενδιαφέρον έγκειται στον αλαφροΐσκιωτο χαρακτήρα της, σε μεταφυσικές εμφανίσεις που, αν εξαιρέσεις ένα στιγμιότυπο στον καθρέφτη, δεν παραπέμπουν σε ταινία τρόμου αλλά σε ένα φιλμικό σύμπαν όπου το υλικό και το πνευματικό στοιχείο συνυπάρχουν, τουλάχιστον μέσα από το βλέμμα της μικρής Σαλώμης. Η τελευταία, εκτός από πρωταγωνίστρια, είναι και το μέσο για να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο των ενηλίκων – και όχι μόνο εμείς, αλλά δεν κάνει να πούμε περισσότερα.

 

Όμως, κάπου ανάμεσα στον θρήνο, τη σύγκρουση ύλης και πνεύματος, την ενδοοικογενειακή έριδα, την κοινωνική προκατάληψη και τις (ενοχλητικά υπεράριθμες) φωνασκίες παρατηρείς μια ρευστότητα στην κεντρική ιδέα, αυτή που (οφείλει να) κινητοποιεί το δράμα και τη διαχείρισή του. Η θεματική που αναφέραμε παραπάνω αποτελεί μόνο μια αφετηρία, αφήστε που, όπως είπαμε και παραπάνω, αναπτύχθηκε υπερβολικά στη μεγάλη οθόνη εσχάτως, μα αυτό αφορά κυρίως τη διανομή και τον προγραμματισμό της – οι ταινίες δεν μας φταίνε σε τίποτα. Την αποτελεσματική εισροή του πνευματικού στοιχείου σε μια αφήγηση εστιασμένη κυρίως στην παρατήρηση συνδράμει το score του Γαλλοτυνήσιου Αμίν Μπουχαφά, ενός νέου συνθέτη που στηρίζει την παράδοση της κινηματογραφικής μελωδίας με χαρακτήρα, εκεί που η κινηματογραφική μουσική εσχάτως τείνει να υποκαθιστά τον ρυθμό ή να ταυτίζεται με τον ηχητικό σχεδιασμό.