Στο ρομαντικό δράμα Νύχτες στη Ροδάνθη, που βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ-σελερ του Νίκολας Σπαρκς, ο Ρίτσαρντ Γκιρ και η Νταϊάν Λέιν θα ανακαλύψουν ότι όλοι έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στον έρωτα. Η 'Ειντριαν (Νταϊάν Λέιν), μια γυναίκα που ακόμα δεν έχει συνέλθει από την προδοσία του συζύγου της και προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της χωρίς αυτόν, πληροφορείται τις προθέσεις του να επιστρέψει στο σπίτι. Βασανισμένη από ανάμεικτα συναισθήματα, βρίσκει την ευκαιρία να αποδράσει από την πραγματικότητά της, όταν ένα φιλικό της πρόσωπο της ζητά να αναλάβει το πανδοχείο που διατηρεί στη Ροδάνθη για ένα Σαββατοκύριακο. Εκεί, σε μια απομακρυσμένη περιοχή στα παράλια της βόρειας Καρολίνας, η 'Ειντριαν ελπίζει να βρει τη γαλήνη που χρειάζεται για να επανεξετάσει τη ζωή της. Η περίοδος αιχμής έχει περάσει και το πανδοχείο θα παρέμενε κλειστό αν δεν έκανε κράτηση ο μοναχικός Πολ (Ρίτσαρντ Γκιρ), ένας γιατρός από την πόλη. Ο Πολ, ένας άνδρας που θυσίασε την οικογένειά του στο όνομα της καριέρας του, πηγαίνει στη Ροδάνθη για να εκπληρώσει μια δυσάρεστη υποχρέωση αλλά και για να αντιμετωπίσει την προσωπική του κρίση συνειδήσεως. Δύο ξένοι μοιράζονται την ίδια στέγη. Καθώς μια τρομερή καταιγίδα πλησιάζει στην περιοχή, ο ένας αναζητά στον άλλο παρηγοριά, θέτοντας τις βάσεις για μια ιστορία αγάπης που θα αλλάξει τη ζωή τους και θα τους συντροφεύει για πάντα.

Η ταινία με πήγε πολύ πίσω, στα ρομαντικά μελοδράματα της δεκαετίας του ‘30 και του '40, με εξωτικές και μοιραίες συμπαραδηλώσεις στο ντεκόρ ή στους πρωταγωνιστές, κάτι σαν το απειλητικόΓράμμα του Γουίλιαμ Γουάιλερ ή ακόμη και τον εξωφρενικά απολαυστικό Κήπο του Αλλάχ του Ρίτσαρντ Μπολεσλάφσκι. Και αναρωτιέμαι γιατί ο Τζορτζ Γουλφ, με τα Τόνι και τις διακρίσεις του στο θέατρο, σκηνοθετώντας Τόνι Κούσνερ και καθορίζοντας την αιχμηρή σκηνή των ‘90s, στράφηκε στο σινεμά με αυτό το υλικό, που είναι τόσο κλισέ και ξεπερασμένο. Προφανώς είναι λάτρης του είδους και, μαγεμένος από τη δύναμη ενός απλού και ενοχικά καταδικασμένου ρομάντζου, σχεδόν πρωτόγονου και συγκινητικά παλιομοδίτικου (πραγματικά, δεν έχω ξαναδεί κάτι τόσο καλλιγραφικά βέκιο εδώ και χρόνια), δεν θέλησε να το εκσυγχρονίσει, να το πειράξει δραματουργικά και υφολογικά, ή να το σχολιάσει σκηνοθετικά - ακόμη και η εκτεταμένη χρήση της μουσικής επένδυσης είναι κληρονομιά της μεσοευρωπαϊκής γενιάς των εμιγκρέδων συνθετών τύπου Στάινερ και Τιόμκιν. Ο Γκιρ και η Λέιν είναι γνώριμοι από τηνΆπιστη και «το ‘χουν» το θέμα μεταξύ τους, αλλά δεν κινούνται συναισθηματικά παραπάνω από τους τετριμμένους διαλόγους που έχουν στο κουταλάκι του γλυκού, μπροστά τους, άκοπα και ανώδυνα, σαν συνταγή γιατρού.

Πραγματικά, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω με την ταινία. Φοβήθηκα μήπως χάνω το νόημα, την ωμή της σημειολογία, τον «τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη» παράγοντα λύτρωσης και δικαίωσής της, μπροστά στα μάτια ενός σκεπτικιστή, ειδικά όταν ένας παρασημοφορημένος σκηνοθέτης θεάτρου το επέλεξε για την εκκίνησή του (και ο Σαμ Μέντες από το θέατρο ήρθε και με το American Beauty προσγειώθηκε για πάντα στις οθόνες μας, άλλωστε). Δίστασα, αλλά στην τελευταία σκηνή με τους επιβήτορες στην παραλία ένιωσα πιο σίγουρος για το κενό αέρος του εγχειρήματος. Ιδέα μου ήταν.