Άλλο ένα μελλοντολογικό θρίλερ μετά τον Εκλεκτό. Στον Δρόμο το σύνθημα είναι «Pass the flame», ενώ στην ταινία με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον η επωδός «Keep the faith» πρόδιδε το χριστιανικό καύσιμο που όπλιζε έναν μοναχικό σαμουράι να συνεχίζει την πορεία του σε μια πλήρως κατεστραμμένη Αμερική. Η ματιά του Κόρμακ Μακάρθι, συγγραφέα του Δρόμου που τιμήθηκε με Πούλιτζερ, όταν εκδόθηκε πριν από 4 χρόνια, είναι υπαρξιακή, καθαρά ουμανιστική και αφορά τη μάχη του πολιτισμένου ανθρώπου ενάντια στο μηδέν, σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Η δυσμενέστερη όλων είναι η κατάρρευση κάθε ηθικής αξίας σε μια διαδρομή γεμάτη φονικές παγίδες.

Ο πατέρας και ο γιος του, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, οφείλουν να ελπίζουν, όχι στη μετά θάνατον ζωή αλλά στη συνάντηση με ομοειδείς ανθρώπους, που δεν έχουν ενδώσει στον κανιβαλισμό και σέβονται την αξιοπρέπεια και την υψηλή έννοια της δοκιμαζόμενης ψυχής. Επειδή ο Θεός εκλείπει, το ένστικτο τούς παρακινεί να συνεχίσουν, σε πείσμα της απόλυτης απόγνωσης. Κι ενώ ο Εκλεκτός κατοικείται από τη χριστιανική ελπίδα, και στην αντιθετική βάση του καλού και του κακού κινείται ο μύθος της παραλλαγής του τελευταίου επιζώντος που ψάχνει να βρει το κλειδί στον παράδεισο, στον Δρόμο βασιλεύει ο θάνατος, ως άυλος καταλύτης και πνευματική και σωματική αναστολή. Οι προφήτες εξατμίστηκαν από το ολοκαύτωμα (υπέροχη μηδενιστική αντίστιξη της ψευδαίσθησης των προφητών και της άρνησης του Θεού) και ένας γέρος που απέμεινε στο παραμορφωμένο πρόσωπο του Ρόμπερτ Ντιβάλ δεν είναι παρά η υπενθύμιση του παράδοξου της ζωής: παρά τη σφοδρότητα της καταστροφής, μπορεί να αντέξει από σπόντα το πιο απίθανο ον, χωρίς απαραίτητα να διαθέτει θάρρος, κουράγιο ή σοφία.

Ο πεσιμισμός στο έπακρο, με φόντο μια γκρίζα, ανήλιαγη, άψυχη έρημο. Ο Αυστραλός Τζον Χίλκοουτ, χωρίς να επενδύσει σε ψηφιακούς εντυπωσιασμούς και εικόνες μεγαλόπρεπης καταστροφής, απογυμνώνει το τοπίο χωρίς να δίνει εξηγήσεις για τον Αρμαγεδώνα. Οι σύγχρονες ταινίες του είδους, άλλωστε, τείνουν να συμφωνήσουν πως δεν έχει σημασία ο τρόπος που ο κόσμος έχει φτάσει στο τέλος, αφού είμαστε τόσο κοντά στο μηδέν του μέλλοντος. Κι ενώ ο Εκλεκτός φαντάζει ως παράταιρη ιδέα, μιας και μετατοπίζει το κέντρο βάρους της καταστροφής στη χριστιανική πίστη τη στιγμή που ο κόσμος απέχει μια κλωστή από τον αφανισμό, ακριβώς λόγω του φονταμενταλισμού και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, ο Δρόμος προσπαθεί να αναπαραστήσει την τρομακτικά επίκαιρη άποψη του Μακάρθι πάνω στην εσωτερική αναζήτηση της επιβίωσης, τη μόνη ίσως ευκαιρία του ανθρώπου να βρει τα αίτια που τον οδηγούν στο τέλος, με το κακό να έχει ήδη θριαμβεύσει, όπως και με την περίπτωση του χαρακτήρα από το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους.

Και λέω προσπαθεί, γιατί το ζουμί της ιστορίας βρίσκεται στην κοφτή, συμπαγή, μετρημένη, θανατερά ανατριχιαστική πρόζα του Μακάρθι και όχι στη φιλότιμη, λιτή, αλλά ελαφρώς άδεια ταινία του Χίλκοουτ, από την οποία απουσιάζει η μεταφυσική αγωνία στον Άνδρα και το Παιδί και ο λυρισμός στο ντεκόρ, που στο βιβλίο περιγράφεται σαν ένα μουσείο μακάβριων απολιθωμάτων της αποτεφρωμένης φύσης και του άχρηστου πολιτισμού, και στο φιλμ σαν μια μινιμαλιστική αλλά όχι και τόσο ευφάνταστα και ποιητικά αφαιρετική σκηνογραφική δουλειά. Ο Βίγκο Μόρτενσεν είναι ασκητικός αλλά αστοχεί κυρίως στο πώς πρέπει να ζηλεύει τους νεκρούς, ενώ κρατιέται στο ταξίδι χωρίς ορίζοντα, ενώ η Σαρλίζ Θερόν, στον σύντομο ρόλο της μητέρας του παιδιού που τρελαίνεται μετά την καταστροφή και θέλει να δώσει τέλος σε όλα αυτά, είναι εκτός πνεύματος, παίζοντας εξωτερικά, με μια επιδερμική δραματικότητα.