Η Έιπριλ Έπνερ (Έλεν Χαντ) είναι μια 39χρονη δασκάλα στη Νέα Υόρκη και παρά το γεγονός ότι ποτέ της δεν γνώρισε την πραγματική της μητέρα, είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια οικογένεια με όλη την αγάπη που χρειάζεται ένα παιδί. Τώρα που το βιολογικό της ρολόι χτυπάει, νιώθει την ανάγκη να γίνει η ίδια μητέρα και όταν παντρεύεται τον 35χρονο συνάδελφό της Μπεν (Μάθιου Μπρόντερικ) φαίνεται ότι το όνειρό της μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όμως σύντομα ο Μπεν της ανακοινώνει ότι ο γάμος τους ήταν ένα λάθος, η θετή της μητέρα πεθαίνει και η Έιπριλ αισθάνεται συντετριμμένη από τη μοίρα της. Σε αυτήν τη φάση της ζωής της εμφανίζεται η Μπερνίς Γκρέιβς (Μπετ Μίντλερ), μια γνωστή παρουσιάστρια της τηλεόρασης (που η ίδια αγνοεί παντελώς) και η οποία ισχυρίζεται ότι είναι η φυσική της μητέρα και μεταξύ τους αναπτύσσεται μια στενή προσωπική σχέση. Παράλληλα η Έιπριλ γνωρίζεται με τον Φρανκ Χαρτ (Κόλιν Φερθ), το χωρισμένο πατέρα ενός μαθητή της, και ενώ φαίνεται ότι η σχέση τους μπορεί να προχωρήσει, η Έιπριλ ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος στο παιδί του Μπεν. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο για την ψυχολογία της Έιπριλ, καθώς χάνει το παιδί από φυσικά αίτια και η Μπερνίς την απογοητεύει επανειλημμένα με τη συμπεριφορά της. Τελικά όμως η ανάγκη της Έιπριλ να γίνει μητέρα την κάνει πιο διαλλακτική και τη μαθαίνει να συγχωρεί.

Η Χαντ προσπαθεί να κρατήσει για τον εαυτό της το ρόλο της χιονόμπαλας - μιας γυναίκας που είναι συναισθηματικό κουβάρι και η ψυχρή της κανονικότητα δεν τη βοηθάει να διεκδικήσει δυναμικά αυτό που επιθυμεί. Όλοι τριγύρω της αυτοπροσδιορίζονται άνετα στο συναισθηματικό τομέα: Ο σύζυγός της είναι ένα μεγάλο παιδί που πλακώνεται από την ευθύνη και κιοτεύει στα δύσκολα. Ο έρωτας της ζωής της είναι ένας πολύ θυμωμένος άνδρας που αλλάζει συνεχώς γνώμη και βασικά θέλει να σκοτώσει τη γυναίκα του που τον παράτησε με δυο παιδιά. Και η νέα της μάνα της φαίνεται φρικιό. Η Έιπριλ είναι μια απλή και φτωχή δασκάλα που έχει κολλήσει στο λουκ και στην εμφάνιση των Fleetwood Mac από την εποχή του Rumors και η Μπερνίς έχει τουπέ και το τηλεοπτικό ψέμα κάτω από τη γλώσσα για να ξεγλιστρήσει από το ρεαλισμό και το παρελθόν. Η μεταμέλειά της ωστόσο είναι κατά βάθος αυθεντική και καταλυτική. Βοηθάει την Έιπριλ να ξεκολλήσει σε κρίσιμες στιγμές και να οργανώσει την απελπισία της. Η απεγνωσμένη της ανάγκη να αποκτήσει δικό της παιδί την εμποδίζει να ανακαλέσει την αγάπη που δέχθηκε στην παιδική της ηλικία από γονείς που δεν ήταν οι βιολογικοί της πρόγονοι. Με ένα παλιό εβραϊκό ρητό και μια ωραία εικόνα στο φινάλε το πρόβλημα λύνεται και η πρωταγωνίστρια βλέπει επιτέλους καθαρά πέρα από τις αποπροσανατολιστικές προκλήσεις της μοίρας.

Μέσα στο «she» του She found meτου πρωτότυπου τίτλου ενυπάρχουν η κόρη που περιμένει με λαχτάρα και συγκρατημένη χαρά, η κόρη που ξέχασε πως μεγάλωσε από μια μάνα που μόλις έχασε και η βιολογική μάνα η οποία βρήκε επιτέλους το παιδί που αναγκάστηκε να αποχωριστεί. Οι πολλαπλές συνευρέσεις συμβαίνουν ταυτόχρονα και η Έιπριλ δοκιμάζει ακουσίως την καρτεσιανή λογική της μπροστά στη ανυπολόγιστη ισχύ της συγκυρίας. Το χτύπημα πολλαπλασιάζεται για μια 40χρονη που αποφασίζει πως αν δεν κάνει παιδί σύντομα, θα ναυαγήσει ολοκληρωτικά στα μάτια της.

Η ματιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση είναι αφαιρετική, όπως οι Αμερικάνοι γνωρίζουν να μιλάνε υπαινικτικά για τη φιλοσοφία της ζωής μέσα από καθημερινές καταστάσεις. Έξυπνη και παρατηρητική, η Χαντ διευθέτησε με απλότητα και οικονομία την ταινία που διασκεύασε σεναριακά. Παίρνει τα έκδηλα υλικά της σαπουνόπερας και τα αποβάλλει, όπως αποκρούει σθεναρά τις κρούσεις του μελοδράματος, επιχειρώντας μια σκληρή αφήγηση με απαλό άγγιγμα, απόρροια της θητείας της στις τηλεοπτικές κομεντί, στο θέατρο και στα διαφορετικά είδη σινεμά, από τον Άλτμαν και τον Γούντι Άλεν μέχρι το Twisterκαι το Αυτό που θέλουν οι Γυναίκες, αλλά και στην υιοθέτηση εκ μέρους της της λεπτής γραμμής ανάμεσα στο αστείο δράμα και στη σοβαρή κωμωδία.

Αν και υπάρχουν επιμέρους αντιρρήσεις στις ερμηνείες του γνωστού καστ (για παράδειγμα, η Μίντλερ δεν μπορεί να αποβάλλει την κωμική περσόνα που θυμίζει σιτεμένη σουμπρέτα), το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο η Χαντ βλέπει τον εαυτό της στον κεντρικό ρόλο. Επηρεασμένη βαθιά από την γκαρσόνα που της χάρισε το Όσκαρ στο Καλύτερα δεν γίνεται, κολλάει στις γκριμάτσες που μετά βίας έγιναν ανεκτές σε εκείνη την ταινία. Ο Τζέιμς Μπρουκς τη διέσωσε και την προέκρινε θριαμβευτικά με ένα κοντράστ κανονικού πόνου της μάνας της βιοπάλης έναντι της εκκεντρικής αναισθησίας αλλά και απέναντι στον obsessive compulsive πλούσιο ερημίτη του Νίκολσον. Το να κλείνει τα μάτια σαν να τη φυσάει ο άνεμος, να γέρνει το κεφάλι και να κατσουφιάζει με απόγνωση επαναλαμβανόμενα και εκνευριστικά δεν προσθέτει τίποτε στο ρόλο, παρά μόνο μια άβολη εντύπωση που φτάνει στα όρια της αντιπάθειας για μια γυναίκα που θεωρητικά είναι η καρδιά του φιλμ. Ίσως θα έπρεπε να σκηνοθετήσει μια συνάδελφό της, αν ο περιορισμένος προϋπολογισμός και η αγάπη της για το ρόλο δεν της αφαιρούσαν τις επιλογές. Η Έιμι Ράιαν, πρόχειρα, θα ήταν τέλεια. Μπροστά στη μανιέρα της Χαντ, η Μέριλ Στριπ φαίνεται φυσικότατη.