Αυτό είναι το καλύτερο σενάριο σε ταινία της Όλγας Μαλέα και βασίζεται στο πρώτο μέρος του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Νίκου Παπανδρέου Δέκα Μύθοι και Μια Ιστορία. Καταγράφει με χαριτωμένο και φαινομενικά ελαφρύ τρόπο την προσγείωση του μικρού Άλεξ στην πολιτική πραγματικότητα, όταν καλείται από τον ηγέτη πατέρα του να πάει στην Κρήτη και να ολοκληρώσει μια κρίσιμη κουμπαριά, που λόγω πολλών υποχρεώσεων ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να φέρει σε πέρας. Η μικρή ιστορία στη μέση της Ιστορίας, η δυσκολία του πιτσιρικά να τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια οποιαδήποτε οικογένεια -πόσω μάλλον στην πολιτική οικογένεια που ευαγγελίζεται ο πατέρας του-, και τα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στη sui generis Κρήτη με τους πείσμονες, εριστικούς και διεκδικητικούς ψηφοφόρους, είναι το πεδίο μιας έξυπνης παραβολής και η ευκαιρία για μια ματιά εκ των έσω.

Δεν γνωρίζω τι γνώμη θα είχε για την ταινία ένας θεατής που δεν ξέρει τίποτε για την πολιτική πατριδογνωσία μας ή για την ιδιαιτερότητα της οικογένειας Παπανδρέου (αν και κατά πάσα πιθανότητα θα απολάμβανε το λεπτά σατιρικό πορτρέτο του Γιώργου Κιμούλη ως κράμα Ανδρέα και ολίγον Γεωργίου Παπανδρέου). Ως Έλληνες θεατές κάποιας ηλικίας, αρχικά αισθανόμαστε πως παρακολουθούμε ένα άγνωστο περιστατικό μιας ευρέως δημοσιοποιημένης πορείας, αλλά στη συνέχεια το στρίμωγμα ενός παιδιού ανάμεσα στην ανάγκη του να γίνει αποδεκτό και το καθήκον που του επιβάλλει να ξεπεράσει ταχύρυθμα τον αδέξιο χειρισμό της ελληνικής γλώσσας και την απειρία του γύρω από πρόσωπα και καταστάσεις ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο του παπανδρεϊσμού και γίνεται κανονικότατο μέσα στην ανωνυμία του.

Η ένστασή μου είναι στο χειρισμό της Όλγας Μαλέα, στον τρόπο που θέλει να βλέπουμε τα πρόσωπα. Η γωνία της είναι γεμάτη τονικά υπονοούμενα και κλεισίματα του ματιού. Σαν παλιά ελληνική κωμωδία με πολιτικές βεντέτες, ωστόσο γυρισμένη έμμεσα, φαινομενικά απλά και λαϊκά, αλλά με το βάρος ενός δημιουργού που «ξέρει» τι κάνει. Η Μαλέα (και δεν το λέω κρίνοντας εκ των αποτελεσμάτων που την ευνοούν εμπορικά) έχει ένστικτο και διαλέγει ή επεξεργάζεται δυνατές ιδέες, με καλλιτεχνικές προδιαγραφές και προοπτική στο κοινό του σινεμά.

Η σκηνοθετική της προσέγγιση όμως, σχεδόν πάντα, δεν ισορροπεί στον τρόπο που βλέπει η ίδια την ιστορία της και στο στυλ που μεταφέρουν οι ηθοποιοί της αυτή την πλοκή και τη συναισθηματική τους εμπλοκή. Στο Πρώτη Φορά Νονός όλοι κάνουν γκριμάτσες, επαναλαμβάνουν χειρονομίες και συμπεριφορές, η μουσική μάς υπενθυμίζει συνεχώς πως κάτι σοβαρό θα συμβεί στο παιδί ή κάτι ασόβαρο θα κάνουν οι μεγάλοι. Έχουν τόση σημασία όλα αυτά; Νομίζω πως ναι. Σε μια κωμωδία, ειδικά αν είναι μεικτή και αναφορική, ο τόνος είναι το παν. Τα πρόσωπα και το timing μοιράζονται την εκφορά του και την ευθύνη της τελικής εντύπωσης.