Ολοκληρώνοντας την ανέλπιστη τριλογία του, ο Μιχάλκοφ, δεδομένου ότι οι μοίρες των ηρώων του έμοιαζαν οριστικές στο τέλος του πρώτου φιλμ, δεν κατάφερε να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο πατριωτικό παραλήρημα και στο αντιπολεμικό δράμα, φτιάχνοντας ένα έργο που μοιάζει να αυτοαναιρείται ή να είναι σκηνοθετημένο από διαφορετικούς ανθρώπους. Πράγματι, σε στιγμές σε προκαλεί να μην το πάρεις στα σοβαρά, με ανακρίβειες και ανακολουθίες που αφορούν του ήρωες του φιλμ, ενώ τις περισσότερες στιγμές του ηθικολογεί και κηρύττει υπέρ του μεγαλείου μιας πληγωμένης, τότε και τώρα, χώρας. Αυτό το παράδοξο δικαιολογείται από το γεγονός ότι πίσω από την ταινία μοιάζει να παίζεται ένα κυνήγι κεκτημένων δικαιωμάτων ανάμεσα στον Μιχάλκοφ και άλλους Ρώσους σκηνοθέτες ‒ και αυτή με τη σειρά της είναι μέρος της γενικότερης εικόνας της Ρωσίας σήμερα. Μια χώρα σκληρών αντιθέσεων και διαφορετικών κόσμων που απομακρύνονται όλο και περισσότερο μεταξύ τους, οικονομικά και ιδεολογικά, με ανθρώπους υπέρ ή κατά ενός συγκεκριμένου καθεστώτος, που η πίστη τους σε αυτό επηρεάζει το πεδίο ενασχόλησής τους – στην προκειμένη αυτή την ταινία.