Όταν θρυλικοί θησαυροί από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου και του ανεκτίμητης αξίας διαμαντιού «Ροζ Πάνθηρας», έχουν κλαπεί, ο επικεφαλής επιθεωρητής Ντρέιφους (Τζον Γκλιζ) αναγκάζεται να δώσει στην υπηρεσία του επιθεωρητή Κλουζό (Στιβ Μάρτιν) μία ομάδα διεθνών εμπειρογνωμόνων ντετέκτιβ, οι οποίοι επιφορτίζονται με τη σύλληψη του κλέφτη και την ανεύρεση των κλοπιμαίων. Δίπλα στον «ταλαντούχο» επιθεωρητή βρίσκεται πάντα ο πιστός, αλλά άτυχος Ποντόν (Ζαν Ρενό).

Άτυχη αποδεικνύεται και η επιλογή του Στιβ Μάρτιν σε ένα στοιχειωμένο ρόλο. Δεν είναι και τόσο απλό να εξηγήσεις για ποιο λόγο ο Πίτερ Σέλερς ήταν ιδιοφυΐα, ειδικά ως Κλουζό. Κάπου ανάμεσα στο πέταγμα του ματιού και το στράβωμα του φρυδιού, στο απροσδιόριστο σαλιάρισμα των προσβολών και το ανεκδιήγητο χαμόγελο ενός ηλίθιου που πίστευε σε κάτι που δεν ήξερε ποτέ, ο Κλουζό του ήταν ένα αξεπέραστο κράμα εθνικιστικής αγένειας και βέβηλης αταξίας. Ο Μάρτιν είναι ένας διαφορετικός κωμικός, με τονισμένη υπερβολή και ξεχειλωμένη αίσθηση του ρεζιλέματος. Ο επιθεωρητής του μοιάζει να μιμείται τον Σέλερς, αλλά ποτέ δεν φτάνει τη χαλαρή απόδοση των αρνητικών του επιτευγμάτων - ας μην ξεχνάμε πως η εξέλιξη του χαρακτήρα προσδιορίστηκε σαφώς και από τη σιχαμάρα που έτρεφε ο Σέλερς προς το ρόλο και τον σκηνοθέτη Μπλέικ Έντουαρτς, με αποτέλεσμα ο πρώτος να σέρνεται ασυνείδητα προς τη δόξα του και ο δεύτερος να επινοεί καταστάσεις δανειζόμενος από το βωβό σινεμά των gags, αλλά με τον ιδιαίτερο τρόπο ενός λαϊκού auteur. ΟΡοζ Πάνθηρας 2 έχει κάποιες αστείες σκηνές, σκληρά παραταγμένες και μάλλον «προσπαθημένες», αφήνοντας σχετικά αναξιοποίητους ηθοποιούς όπως η Λίλι Τόμλιν, ο Άντι Γκαρσία και ο μεγάλος Τζον Κλιζ.