Αυτό το αναπάντεχο υβρίδιο δημιουργεί την έκπληξη της χρονιάς, που ξεκίνησε με ενθουσιώδεις κριτικές από το Φεστιβάλ Καννών (όπου ο Ντιζαρντέν πήρε το βραβείο ερμηνείας) και συνεχίστηκε σε όλα τα σημαντικά βραβεία των ΗΠΑ, και ενδεχομένως, έως πολύ πιθανό, να καταλήξει σε πλήρη επικράτηση στα Όσκαρ, καθώς αυτήν τη στιγμή δεν διαφαίνεται άλλη ταινία που να ξεσηκώνει κύματα ενθουσιασμού. Οι λόγοι γι’ αυτή την ευχάριστη ανωμαλία είναι συγκυριακοί και απλοί: η ταινία του Χαζαναβίσιους παντρεύει τη μοναδική στιγμή που το σινεμά αγκαλιάστηκε από ολόκληρο τον πλανήτη, καθώς η έλλειψη ήχου και ανάπτυξης των περισσότερων εθνικών κινηματογραφιών προσέφεραν μια κοινή (α)γλωσσική πλατφόρμα, με την οικουμενική ανησυχία που ρέει παντού, ανεξαρτήτως χώρας και τάξης. Το σινεμά του βωβού γεννήθηκε στην Αμερική φυσικά, αλλά έβαλε τον κόσμο στις αίθουσες, προσφέροντας απλόχερα το όνειρο. Τώρα, το όνειρο είναι άπιαστο, οι καιροί πονηροί και το Artist υπενθυμίζει μια εποχή αφέλειας και αθωότητας, όπως ακριβώς τη βιώνει στο σιωπηλό χρυσό του κελί ο πρωταγωνιστής και σταρ, ο Ζορζ Βαλεντίν. Ανύποπτος για το τι τον περιμένει, ζει σαν να χορεύει στα μιούζικαλ ή σαν να κατατροπώνει τους εχθρούς του στις περιπέτειες όπου πρωταγωνιστεί. Η μετάβαση από τον βωβό στον ομιλούντα τον πιάνει εξ απήνης. Σήμερα, το σινεμά βρίσκεται στο στάδιο εκείνο που πρέπει να πείσει πως το τρισδιάστατο δεν είναι κόλπο - η τεχνολογία, με όλα τα θετικά της, φοβίζει τη βιομηχανία και η παλιά σχολή ανησυχεί πως δεν θα τα καταφέρει να προσαρμοστεί. Συνειδητοποιώντας το κραχ που διανύουμε, το Χόλιγουντ βλέπει στο Artist μια επιστροφή στις χρυσές μέρες, έστω και με μια νοσταλγική παρένθεση. Ακόμη περισσότερο που αυτή η παρένθεση προέρχεται από τους Γάλλους, οι οποίοι, ακόμη κι όταν διαφοροποιήθηκαν δραματικά με τη Nouvelle Vague κι έσπασαν την αφήγηση και το «σύστημα», δεν έπαψαν να θαυμάζουν θεωρητικά και έμπρακτα το κλασικό αμερικανικό σινεμά (θυμηθείτε τον Γκοντάρ και τον Τριφό) και να το αξιοποιούν στις μεθόδους και το πνεύμα - από τον Χίτσκοκ και τον Τζον Φορντ, μέχρι τον παραγνωρισμένο Μπάστερ Κίτον και τον Τζέρι Λιούις, που οι Αμερικανοί απέβαλαν ως εξαιρετικά κουραστικό. Τώρα επιστρέφουν το δώρο με μια ερωτική επιστολή στους εφευρέτες του μεγάλου ονείρου. Αυτά ως εξήγηση, που δεν είναι τελείως αυθαίρετη, αλλά βασίζεται στο δυσανάλογο μέγεθος αναγνώρισης κι αγάπης που μπορεί ν’ αποκτήσει μια μάλλον μικρή ταινία εξαιτίας των ειδικών περιστάσεων. Εκτός όμως από την περίοδο του ξαφνικού έρωτα με την jazz age (σαν να ταυτιζόμαστε με τη χαμένη ευδαιμονία και να προσπαθούμε να ξορκίσουμε το original κραχ που την ακύρωσε το 1929), το Artist είναι όντως μια ευχάριστη, αξιαγάπητη, μαστόρικη δραματική κομεντί που ανασυνθέτει όλους τους μηχανισμούς του βωβού, αδυνατώντας ωστόσο να ξεφύγει από την ευρεία σύμβαση που υπηρετεί και να προτείνει μια ξεχωριστή πνοή. Διότι εδώ δεν μιλάμε για ένα συγκεκριμένο είδος, αλλά για αμάλγαμα ειδών στη θάλασσα του βωβού όπου κολυμπούσαν τα πάντα, από το μελό μέχρι το γκανγκστερικό. Θυμίζει τα πάντα, από το Τραγουδώντας στη βροχή του Στάνλεϊ Ντόνεν, αναγκαστικά χωρίς τα τραγούδια, ως τη Λεωφόρο της Δύσης, όταν μεταφερόμαστε στα σκιερά ενδότερα της ισπανικού ύφους έπαυλης του πρωταγωνιστή. Κυρίως ξεπατικώνει την πλοκή και την ψυχή του πολυδιασκευασμένου φλμ Ένα αστέρι γεννιέται, όπου ο σταρ πέφτει και παράλληλα το αστέρι της ασήμαντης όμορφης που αγάπησε ανεβαίνει μετεωρικά, με τη διαφορά πως το υπέροχο, αποθεωτικό φινάλε προτείνει έναν ευτυχισμένο, αν και αναγκαστικά γλυκόπικρο συμβιβασμό, μέσα στο αιώνια φανταστικό σύμπαν του σινεμά. Ο μόνιμος πρωταγωνιστής των κατασκοπικών παρωδιών του Χαζαναβίσιους, ο Ζαν Ντιζαρντέν, είναι απολαυστικός ως Βαλεντίν, ποζάροντας ως ham actor που παραπέμπει στον Ντάγκλας Φέρμπανκς και τον Τζον Τζίλμπερτ, με τη γαλλοπρεπή γοητεία του Μορίς Σεβαλιέ, αλλά και τη δική του γενναιοδωρία μπροστά στον φακό. Και η Μπερενός Μπεζό, η αγαπημένη του στο φιλμ, πείθει απόλυτα ως flapper girl, φωτογενής και συγκινητική, προικισμένη με τεχνικολόρ ενέργεια που αναιρεί το ασπρόμαυρο