Πολύ εύκολα μπορεί το Holiday να παραχωθεί στην κατάπτυστη κατηγορία των ταινιών-ραντεβού ή chick flicks, και να προσπεραστεί με καγχασμό. Η διαφορά με τις υπόλοιπες χαρούμενες κωμωδιούλες σχέσεων είναι η μαστοριά της σκηνοθέτιδος Νάνσι Μέγιερς, η οποία έχει γράψει σενάρια σε φιλμ όπως το Private Benjamin και ο Μπαμπάς της Νύφης, και έχει σκηνοθετήσει το Αυτό που Θέλουν οι Γυναίκες και το προπέρσινο Something’s Gotta Give. Η σύλληψη και η ανάπτυξη των ταινιών της βασίζεται στην αυθεντική ρομαντική κομεντί, ένα εξόχως αμερικάνικο είδος που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’30 και λειτούργησε σαν αναλγητικό στα χρόνια του μεγάλου depression: οι φτωχοί πλήρωναν μια πεντάρα για να δουν τους πλούσιους να ρεζιλεύονται μεταξύ τους, να τρώνε τις σάρκες τους, σε ένα εύθυμο περιεχόμενο μεταξύ σωματικής κωμωδίας και ευφυούς θεάτρου που υπο-ονομάστηκε screwball. Τον ιδιαίτερο αυτό ταξικό κανιβαλισμό δεν τον κατάλαβαν ποτέ οι Ευρωπαίοι· δεν εκτίμησαν ποτέ την κομεντί ως είδος, και ειδικά οι Μεσόγειοι την υποβάθμισαν φριχτά, παραδεχόμενοι ελάχιστα παραδείγματα όπως τον Κιούκορ, τον Κάπρα, τον Χοκς, φυσικά, ή τον Στάρτζες, από υποχρέωση και μόνο. Ενώ ο Γούντι Άλεν έφερε τις καταστάσεις στα μέτρα του, οι περισσότερες σύγχρονες ταινίες του είδους υποφέρουν από συμβατικότητα στη συγγραφή και ανύπαρκτη σκηνοθεσία, αφήνοντας το βάρος στους ηθοποιούς. Οι Άγγλοι, οι οποίοι γνωρίζουν το ταξικό θέμα αλλά σε άλλο επίπεδο, πήραν αμπάριζα με τον Ρίτσαρντ Κέρτις (η «Οδύσσεια» της Μπρίτζετ Τζόουνς είναι από άλλο ανέκδοτο), με μεγάλη εξαίρεση την Μέγιερς και την αίσθηση του διαλόγου, της αντιπαράθεσης ξεχωριστών ανθρώπων, τη γελοιότητα της συναισθηματικής τους έκφρασης και την ανάγκη δικαίωσης όλων των εμπλεκομένων σε φινάλε χριστουγεννιάτικα, γλυκά μετά την πίκρα. Το Something’s Gotta Give ήταν το καλύτερό της έργο – εξαιρετικά καλογραμμένο, με στιλ και λεπτομέρειες χαρακτήρων. Το Holiday κυλάει στην ίδια φλέβα, πάσχει όμως – κυρίως στο σενάριο, αλλά και στην υλοποίηση των προθέσεων του κουαρτέτου των πρωταγωνιστών. Η Αμάντα και η Άιρις είναι οι κυρίες που ψάχνουν να βρουν την άκρη στην πολύπαθη ζωή τους, και αποφασίζουν να ξεφύγουν από τις διαλυμένες σχέσεις και τα σπίτια τους. Η νευρωτική Αμερικάνα πηγαίνει σε ένα απόμακρο εξοχικό στην Αγγλία και φρικάρει, ενώ η Αγγλίδα μας –θύμα ενός αναίσθητου συναδέλφου– ξετρελαίνεται με την προσωρινή της σούπερ κατοικία στο Λος Άντζελες. Η γνωριμία της Ντιάζ με τον Τζουντ Λο κρύβει εκπλήξεις, ενώ η βραδυφλεγής φιλία της Γουίνσλετ με τον Τζακ Μπλακ εδραιώνεται σαν τον κάβουρα – χωρίς να στερεώνεται με σιγουριά. Τι είναι αυτό που λυγίζει έναν άνδρα και τι είναι εκείνο που θεριεύει μια γυναίκα; αναρωτιέται η Μέγιερς, και εδώ. Εισάγει με δαντελωτή άνεση τους χαρακτήρες, παίζει έξυπνα με το τέχνασμα των δύο γυνακών που δεν συναντώνται ποτέ, ακόμη και το παρατραβηγμένο εύρημα της ανταλλαγής σπιτιών δι’ αλληλογραφίας από δύο κυρίες που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους ανάγεται στην περίφημη ρήση «αυτά μόνο στο σινεμά γίνονται», με τη δύναμη της παραμυθένιας λογικής της. Η Κέιτ Γουίνσλετ σαφώς και δίνεται με μεγαλύτερη πειθώ στη γυναίκα που υποδύεται, αλλά και η Ντιάζ με τον Λο δεν πάνε πίσω, απλώς δεν προσθέτουν τίποτε παραπάνω στην περσόνα που γνωρίζουμε από τις προηγούμενες ταινίες τους. Ο Τζακ Μπλακ μοιάζει κάπως εκτός κλίματος, αλλά μερικές μούτες του είναι όπως πάντα αφοπλιστικά πηγαίες. Η σινεφιλία της Μέγιερς βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην απαλή χρήση του βετεράνου Ελάι Γουάλατς, στο ρόλο ενός βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου, που φυσικά παραπέμπει στον μέντορά της Μπεν Χεκτ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0