Δέκα χρόνια και δύο σίκουελ μετά, η γαλλική κωμωδία που έσπασε ταμεία επιστρέφει στα ελληνικά σινεμά, στην πιο περίεργη επανέκδοση του καλοκαιριού, ίσως και την πιο ενδιαφέρουσα ως προς το σκέλος των εισπρακτικών επιδόσεων.

 

Καταρχάς, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποιες ταινίες δεν φτιάχνονται για κριτικούς και είναι πολύ εντάξει αυτό, ο (κινηματογραφικός) κόσμος μας θα ήταν πολύ μονόχνοτος σε διαφορετική περίπτωση. Οι περιπέτειες ή μάλλον τα ευτράπελα που γεννώνται από τη συνύπαρξη ενός στριφνού, ντεγκολικού, μεσοαστού Γάλλου πεθερού με τους τέσσερις αλλοεθνείς γαμπρούς του ανήκουν στο είδος της λαϊκής κωμωδίας, που αντλεί τη γοητεία της από την ταύτιση των θεατών με όσα συμβαίνουν στην οθόνη. Οι λεκτικές αντεγκλήσεις και τα πειράγματα των χαρακτήρων δεν διαφέρουν πολύ από όσα θα δεις στο μέσο εγχώριο οικογενειακό τραπέζι, γι’ αυτό η ταινία πέτυχε στα μέρη μας.

 

Ωστόσο, δομικό στοιχείο του ορθώς καμωμένου και έντιμου λαϊκού θεάματος είναι το στοιχείο της ενδοσκόπησης και της αυτοκριτικής. Για σκεφτείτε λίγο τις παραστάσεις του θεάτρου σκιών. Ο δημιουργός βλέπει αγαπητικά τον Καραγκιόζη, αλλά ταυτόχρονα στηλιτεύει την κουτοπονηριά του, δεν συμφωνεί με τις μπαγαποντιές του για να πιάσει την καλή και γι’ αυτό στο τέλος τον τιμωρεί με το βαρύ χέρι του μπαρμπα-Γιώργου. Αν απουσιάζει η αυτοκριτική, αν λείπουν εκείνα τα απαραίτητα που θα ωθήσουν τον θεατή να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να αισθανθεί ντροπή για τις φορές που φέρθηκε κι εκείνος έτσι, τότε δεν πρόκειται για λαϊκό θέαμα, αλλά για την παρέκβασή του, το λαϊκίστικο θέαμα.

 

Στο «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» το χιούμορ εστιάζει αποκλειστικά σε εθνικά στερεότυπα, αισθάνεσαι ότι δεν απασχολεί τίποτε άλλο τους χαρακτήρες ολημερίς και ολονυχτίς. Δυστυχώς, η κωμωδία της ταινίας τα αποδέχεται πλήρως. Δεν γελά ποτέ με αυτούς που τα υιοθετούν και αποδίδουν όσα εκλαμβάνουν ως στοιχεία μιας εθνικής, θρησκευτικής ή φυλετικής ταυτότητας σε όλους τους ανθρώπους που έτυχε να γεννηθούν στην εκάστοτε χώρα ή να κατάγονται από μια συγκεκριμένη φυλή. Είναι μια ταινία στην οποία εννοείται ότι ο Κινέζος γαμπρός του Κριστιάν Κλαβιέ αποτρέπει μια επίθεση με καρατιά – αφού είναι Κινέζος και, ως γνωστόν, όλοι αυτοί ξέρουν καράτε.

 

Μέλημα της ταινίας είναι να χαϊδέψει τα αυτιά εκείνου που εκτιμά ως μέσο θεατή της, αντί να επιχειρήσει να διευρύνει την αντίληψή του, πάντα με τον εύληπτο τρόπο της λαϊκότητας και δίχως να καταφύγει στη συνθηματολογία, αλλά μέσω της δραματουργίας και του διδάγματος που προκύπτει από αυτή. Είναι και το δίδαγμα μέρος του λαϊκού θεάματος και διαφέρει από την κατήχηση, την οποία, όχι τυχαία, συναντάς συχνότερα στην παρέκβασή του, το λαϊκίστικο θέαμα.

 

Θα μας πείτε ότι αυτό δεν ενδιαφέρει τον θεατή που θέλει να παρακολουθήσει κάτι χαλαρό για να συνοδεύσει τα νάτσος που πήρε από το κυλικείο και τον πασατέμπο που έφερε από το σούπερ μάρκετ. Αυτός θα γελάσει με ανέκδοτα που έχει ακούσει ξανά και θα περάσει καλά χάρη στην κωμική στόφα του Κριστιάν Κλαβιέ που, ομολογουμένως, θυμίζει λατρεμένους κωμικούς του παλιού εμπορικού ελληνικού σινεμά στην εκφορά του λόγου, στον τρόπο του, στη φάτσα – κάποτε αυτό που αποκαλούμε «φάτσα» είχε σημασία, το δυστύχημα είναι ότι βλέπεις όλο και λιγότερες τέτοιες στη σύγχρονη παραγωγή. Κι εμείς θα σας απαντήσουμε ότι έτσι είναι, το απέδειξαν και τα εισιτήρια της ταινίας άλλωστε, αλλά για μας ούτε η κριτική πρέπει να χαϊδεύει τα αυτιά του αναγνώστη της. Αλλιώς δεν πρόκειται για κριτική, αλλά για την παρέκβασή της, που είναι η προώθηση προϊόντος και η «αυτοπροώθηση» του συντάκτη της.