Όχι, δεν μαλάκωσε στα 65 του ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης που τράβηξε στα άκρα το σκοινί στα Μυστικά και Ψέματα, στονΓυμνό και στο Μυστικό της Βέρα Ντρέικ. Απλώς, είδε την υπόθεση ανάποδα και αντέστρεψε τη συνηθισμένη ροή της πλοκής των ταινιών του. Όσο κι αν προσπάθησα, δεδομένου του ιστορικού του σκηνοθέτη, δεν κατάφερα να βρω την ειρωνεία πίσω από έναν τόσο παρεξηγήσιμο τίτλο. Θυμίζει κάπως το Η Ζωή είναι Γλυκιά, μια από τις πρώτες ταινίες του, και πάλι τοποθετημένη στο βόρειο Λονδίνο, με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που επιβιώνει και καθοδηγεί, σε μια φέτα καθημερινότητας με οξυδερκείς παρατηρήσεις για τη στάση ζωής και τις δυσκολίες - εξαίρετη η Άλισον Στέντμαν στο ρόλο της Γουέντι με τις δυο κόρες, την ανορεξική και την υδραυλικό. Εκεί ο τίτλος φλέρταρε με το διπλό νόημα της θετικής και της αρνητικής ματιάς. ΣτοΤυχερή κι Ευτυχισμένη η ηρωίδα αποκρούει ως έμπειρος τερματοφύλακας τα κόμπλεξ και τη σαβούρα και λειτουργεί σαν ανεξίκακο φίλτρο.

Η ταινία εξιστορεί τη μάλλον βαρετή ζωή της Πόπι, μιας δασκάλας που περνάει καλά χωρίς απαιτήσεις, κάνοντας μαθήματα φλαμέγκο και οδήγησης, περνώντας τις μέρες της σε σπίτια φίλων και συγγενών, μένοντας με την καλύτερή της φίλη σε ένα μικρό διαμέρισμα. Όλα κανονικά και ήσυχα. Είναι τίμια με τα συναισθήματά της, ειλικρινής, υποστηρικτική ως κοινωνική λειτουργός, διακριτική και ελκυστική με τον τρόπο της. Η ερωτική της ζωή αγγίζει το μηδέν, ώσπου ο δάσκαλος οδήγησης, ένας μανιακός που μπορεί να είναι καλός άνθρωπος μπορεί και όχι, την καταδιώκει με έναν περίεργο τρόπο, ενώ εκείνη συναισθάνεται πως τη φέρνει στα όριά της - ένας οποιοσδήποτε άλλος θα είχε καλέσει την αστυνομία ή θα τον είχε πλακώσει στο ξύλο. Όχι η Πόπι. Ο Μάικ Λι ξέρει πως δεν περιγράφει την πρώτη καλλονή του Λονδίνου, αλλά μια χαριτωμένη κοπέλα που θα δώσει και μια δεύτερη ευκαιρία από καλοσύνη αλλά και από μια ανομολόγητη ανασφάλεια. Στα 30 της η Πόπι ξαναβλέπει τη ζωή της και κρίνει το μέλλον της βάση των νέων δεδομένων που έχει. Τόσα χρόνια ακούει και δεν κρίνει, ενθαρρύνει και κλείνει την πόρτα του σπιτιού της σαν να μην την ακουμπάει πραγματικά η ζωή. Διαβίωση εξ αντανακλάσεως είναι μισή ζωή, χωρίς παράπονα ίσως, αλλά με το απωθημένο της πρωταγωνίστριας, έστω και για μια μεγάλη στιγμή.

Ο Λι χρησιμοποιεί ένα τέλειο εργαλείο, τη Σάλι Χόκινς, σε μια από τις ερμηνείες της χρονιάς, για να αντικρούσει την κακία των ανθρώπων όταν βλέπουν έναν μπόσικο και του φέρονται σαν να είναι σάκος του μποξ. Η Πόπι δεν είναι καθρέφτης, δεν αντιδράει, αλλά εξοστρακίζει τη μιζέρια σα να είναι κακός αγωγός με χαμόγελο. Παρδαλή και γελαστή, κάνει αντίθεση με τα πάντα και παραπέμπει στην Καμπίρια του Φελίνι και το παράγωγό της, την Τσάριτι του Μπομπ Φόσι, με μια διαφορά: Ενώ εκείνες οι χαρωπές και αλέγρες γυναίκες διατήρησαν την αισιοδοξία τους ακόμη και μετά από τα απανωτά χτυπήματα, η Πόπι δεν χρειάζεται να χάσει και να τιμωρηθεί. Η διαδρομή της είναι μια επιβεβαίωση. Σε αυτό το εξαιρετικά καταφατικό φιλμ του Λι, που μοιάζει με ανωμαλία, όχι μόνο για τα στάνταρ του ίδιου αλλά και για τα δεδομένα της σύγχρονης θεματικής, μια γυναίκα χρησιμεύει ως ιδεολογικό όχημα για αυτοκριτική (κι αν το καλοσκεφτούμε, καμιά τους δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία του περίγυρου).

Η επιτυχία του Βρετανού σκηνοθέτη είναι πως κάνει το όλο εγχείρημα να φαντάζει αυθόρμητο, ενώ γνωρίζουμε πόσο σημασία δίνει στην πρόβα και στη δουλειά στην παραμικρή λεπτομέρεια των διαλόγων. Αφήνει όμως ανάσες για να σκηνοθετήσει, γιατί, όπως είχε πει και ο Νίκολας Ρεγκ, αν είναι όλα γραμμένα στο σενάριο, για ποιο λόγο να μπούμε στον κόπο να γυρίσουμε την ταινία; Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους οραματισμούς ελλειπτικών δημιουργών αλλά και για τις σφιχτοδεμένες ματιές σε καταστάσεις που είναι πιο μπανάλ. ΤοΤυχερή κι Ευτυχισμένη είναι από τις πιο νόστιμες και τρυφερές εκπλήξεις της χρονιάς. Προσέξτε τέλος τον Έντι Μάρσαν, τον bipolar (περίπου μανιοκαταθλιπτικό) Σκοτ, το δάσκαλο που παραδίδει μια από τις πιο επώδυνα σπαρταριστές δευτερεύουσες ερμηνείες που έχω δει.