Σε ένα πολύ φιλόδοξο πρότζεκτ, με επιβεβλημένη την ύπαρξη ισχυρής αυτοπεποίθησης από την πλευρά του δημιουργού, το σύγχρονο αστικό τοπίο μετατρέπεται σε πεδίο βωβής σωματικής κωμωδίας και οι διάλογοι δεν ακούγονται αλλά αντικαθίστανται από ασπρόμαυρους μεσότιτλους.

 

Η εικόνα του Θανάση Τσαλταμπάση να μπλέκει σε slapstick περιπέτειες στην Αθήνα του σήμερα, μεταμορφωμένος σε Σαρλό, δηλαδή τη φιγούρα του αλητάκου που εφηύρε, έκανε διάσημη και έστειλε στην αιωνιότητα ο Τσάρλι Τσάπλιν, μπορεί να υποδηλώνει ένα «ευχαριστώ» και να αποτελεί μια ένδειξη σεβασμού προς το μεγαλείο του κωμικού, όμως συσσωρεύει όλα τα προβλήματα της μετατροπής ενός αφηγηματικού τρικ σε κανόνα.

 

Ο Τσάπλιν δεν έκανε τότε σινεμά νοσταλγίας, αντιθέτως εξελισσόταν μαζί με το μέσο και επινοούσε τεχνικές για να το μεγαλώσει, προσφέροντας στο κοινό σύγχρονη ψυχαγωγία ‒ γι' αυτό άλλωστε η κωμωδία του έγινε διαχρονική. Αντιθέτως, εδώ, ο αφιερωματικός χαρακτήρας της ταινίας στα χρόνια τα παλιά είναι αδύνατο να λειτουργήσει περισσότερο από λίγα λεπτά και όσο αυτή προχωρά, είναι αναμενόμενο να υποφέρει από τη διαρκή επανάληψη των gags, παρά τις σκόρπιες καλές ιδέες και την προσεγμένη δουλειά στα ηχητικά εφέ.

 

Σε αντίθεση με περιπτώσεις όπως αυτήν του Artist, που έβαλε μέσα στην πλοκή του την κινηματογραφική ιστορία, ενώνοντας περιεχόμενο με φόρμα, εδώ υπάρχει μια παράταιρη ένωση παλιού σινεμά και σύγχρονου παραμυθιού, ιδέα που δεν συνοδεύεται από ένα αντίστοιχο σκηνοθετικό όραμα και μοιραία καταρρέει.