Γλυκόπικρη αυλαία σε μια σπουδαία καριέρα, ο τελευταίος χρόνος στη ζωή της Τζούντι Γκάρλαντ υπήρξε χαρακτηριστικός του πάθους που την έφερε τόσο ψηλά στις καρδιές των θαυμαστών αλλά και των παθών που την αποτελείωσαν: όταν αποδέχτηκε την πρόσκληση για μια σειρά εμφανίσεων στο Λονδίνο το 1968 δεν μπορούσε πλέον να βρει δουλειά στην Αμερική, έτσι αναγκάστηκε να αφήσει τα δυο της παιδιά Τζόι και Λόρνα από τον πρώην σύζυγο και μάνατζέρ της Σιντ Λουφτ για να σταθεί οικονομικά στα πόδια της και να επιστρέψει διεκδικώντας την κηδεμονία που πρακτικά είχε χάσει.

 

Λίγα μόλις χρόνια μετά τις εκπληκτικές συναυλίες της ωριμότητας και το Grammy Καλύτερου Άλμπουμ για το διπλό Judy at Carnegie Hall αλλά και το πολύ επιτυχημένο τηλεοπτικό της show (αξέχαστο το ντουέτο του «Happy Days» με τη νεαρή τότε Μπάρμπαρα Στράιζαντ), η ασταθής συμπεριφορά της αλλά και τα συσσωρευμένα χρέη τής δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα, ωστόσο οι Βρετανοί τη δέχτηκαν με πλατιά χαμόγελα και μάλλον ευνοϊκούς όρους, δεδομένων των συνθηκών.

 

Η σύγκριση της γεμάτης αισιοδοξία και αφέλεια κοπέλας με την μπερδεμένη «γηραιά» εκδοχή της βοηθά σε μια κατατοπιστικότερη ματιά στα ξεσπάσματα και στην ανάγκη της να αγαπηθεί, με μια bonus υπο-πλοκή που φωτίζει την αποδοχή που είχε, ακόμα και εν ζωή, από ένα γκέι κοινό που τη στήριζε ανέκαθεν.

 

Αποξενωμένη σε μια πόλη που δεν συμπαθούσε, μόνη ανάμεσα σε φιλικούς αγνώστους, διακριτικά επιφυλακτικούς για τυχόν στραβοπάτημα, έδειχνε να τα πηγαίνει καλά, τουλάχιστον όσο μπορεί να νιώσει ασφάλεια μια εξαρτημένη από ουσίες και αλκοόλ γυναίκα που έχει απεγνωσμένα ανάγκη την ανθρώπινη επαφή, μέχρι να εμφανιστεί στο προσκήνιο ο τελευταίος της εραστής, ο αβάσιμα ενθουσιώδης και φανερά νεότερός της Μίκι Ντινς (τον οποίο και παντρεύτηκε σε μια τελική αναλαμπή ή ύστερο αποκούμπι ενός ταραχώδους ιστορικού με γάμους και έρωτες), αφήνοντας στα άπειρα χέρια του ένα deal που θα την έστελνε και πάλι σε μια προνομιούχο θέση. Στο μεταξύ, η βεβαρημένη υγεία της την πρόδωσε και η εξάρτησή της από τα χάπια δεν υποχώρησε.

 

Η βιογραφική ματιά του Ρούπερτ Γκουλντ βρίσκει ιδανικό κανάλι ερμηνείας στην εξαιρετική μεταμόρφωση της Ρενέ Ζελβέγκερ σε μια Γκάρλαντ που σκύβει, μόλις στα 47 της χρόνια, με ένα σώμα μαραμένο κι ένα πρόσωπο γερασμένο πριν από την ώρα του, αλλά κρατά ψηλά το πνεύμα και την αδάμαστη διάθεση να τα δώσει όλα, αν η βραδιά της το επιτρέψει. «Κι αν δεν μπορέσω να το επαναλάβω;» ήταν το μόνιμο υπαρξιακό παράπονό της μετά το χειροκρότημα και τα συγχαρητήρια. Στο Ζωή σαν τριαντάφυλλο η Μαριόν Κοτιγιάρ εξαφανίστηκε ολοσχερώς, για να δώσει τη θέση της σε διαφορετικές ηλικίες και φάσεις της Εντίθ Πιαφ.

 

Στο Judy η Ζελβέγκερ συγκατοικεί αρμονικά με την Γκάρλαντ και μας επιτρέπει να βλέπουμε κυρίως τη σταρ του A star is born και του Μάγου του Οζ, το ταλαντούχο πλάσμα που του υπενθύμιζαν στην ευάλωτη εφηβεία του πως, εκτός από το ουράνιο δώρο της φωνής, ήταν ένα μια χοντρούλα χωριάτα από τη Μινεσότα που λεγόταν Φράνσις Γκαμ, αφήνοντας ένα παράθυρο στην ηθοποιό που μοιράζεται γενναιόδωρα μύχιες πτυχές του εαυτού της.

 

Και οι δύο προσεγγίσεις είναι αποδεκτές, όταν το αποτέλεσμα παρασύρει ‒ εκείνη της Ζελβέγκερ υποβάλλει, παρά επιβάλλεται de facto. Και στο συγκεκριμένο εγχείρημα η ταινία ανήκει ολόψυχα στην Αμερικανίδα ηθοποιό, η οποία μάλιστα καταφέρνει κάτι πολύ δύσκολο, να τραγουδά και να προσιδιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο σε μια φωνή που, αν και θαμπή σκιά της θεϊκής καμπάνας της νιότης, είχε διατηρήσει ατόφιο το κρύσταλλο της καρδιάς της, σφιχτά αγκαλιασμένο με τον πόνο που απέκτησε στα χρόνια που πέρασαν. Με αναδρομές στην περίοδο της MGM, όταν η μικρή Τζούντι δεχόταν εκφοβισμό από το αφεντικό της, τον Λούι Μπ. Μέγιερ, οι απαγορεύσεις και η σύγχυση πληροφορούν τον στραπατσαρισμένο ψυχισμό της ενηλικίωσής της.

 

Η σύγκριση της γεμάτης αισιοδοξία και αφέλεια κοπέλας με την μπερδεμένη «γηραιά» εκδοχή της βοηθά σε μια κατατοπιστικότερη ματιά στα ξεσπάσματα και στην ανάγκη της να αγαπηθεί, με μια bonus υπο-πλοκή που φωτίζει την αποδοχή που είχε, ακόμα και εν ζωή, από ένα γκέι κοινό που τη στήριζε ανέκαθεν. Ακόμα και αν οι δευτεραγωνιστικοί χαρακτήρες, μαζί με τις εμβόλιμες σεναριακές διευκρινίσεις, λειτουργούν περιφερειακά στο κύριο τμήμα, που δεν είναι άλλο από το annus horribilis ενός ειδώλου που χτίστηκε για να διασκεδάζει και να σκορπίζει χαρά, η αποστολή της καλοφτιαγμένης και λειτουργικής ταινίας δεν επηρεάζεται σοβαρά. Το πορτρέτο μιας γυναίκας που έδινε τα ρέστα της, στα πάνω και στα κάτω της, στο κοινό και στην οικογένειά της αποτυπώνεται ανάγλυφα και η άρτια, συγκινητική ερμηνεία της Ζελβέγκερ, που συνεχώς σταλάζει το προδιαγεγραμμένο τέλος στη χαρά της ζωής, είναι ένα επίτευγμα άξιο βραβείων.