Ο Κώστας Καπάκας είχε επιβάλει την εμπειρία του στην εικόνα πάνω στο αδύναμο σενάριο της πρώτης του ταινίας, του Peppermint. Χωρίς να εγκαταλείπει την αισθητική που απέκτησε με τη θητεία του στη διαφήμιση, παραμένει πιστός στη γλυκύτητα της κινηματογράφησης και τη γοητεία της παιδικής ανακάλυψης, εμπλουτίζοντας το σενάριο με θέματα και νοηματικές μεταφορές. Από τον τίτλο ξεκινώντας, το «Uranya» είναι το όνομα της πόρνης που εμπνέει τα πέντε φιλαράκια, όπως επίσης και η μάρκα της ασπρόμαυρης τηλεόρασης που θέλουν να αγοράσουν τα παιδιά για να δουν σε ζωντανή μετάδοση το πρώτο οικουμενικό γεγονός της, την προσελήνωση του Apollo. Ο πιο θαρραλέος και ενδιαφέρον από τους ανήσυχους και αλάνηδες εφήβους είναι ο Αχιλλέας, ένα παιδί που θέλει να πετάξει στα ουράνια και να δει τον κόσμο από ψηλά, να ξεφύγει από τη στενότητα του χωριού και από τη μικρότητα του πικρόχολου πατέρα του, ενός κομμουνιστή που βλέπει τη ζωή με την επιφύλαξη του κυνηγημένου. Τα παιδιά έχουν υπογράψει συμβόλαιο να μαζέψουν λεφτά για να τους ξεπαρθενέψει η Ουρανία, αλλά η συμφωνία στραβώνει όταν η ανάγκη του πρώτου τηλεοπτικού δέκτη γίνεται επιτακτική. Στο μίξερ μπαίνει -με σχετική αφηγηματική άνεση, ομολογουμένως- η έχθρα του μπαμπά του Αχιλλέα με τον καραμανλικό κολλητό από τα παιδικά του χρόνια, τον οποίο θεωρεί προδότη και απαγορεύει στη γυναίκα και το γιό του να συναντώνται με τους πολιτικούς του «αντίπαλους», τη γυναίκα και το γιο τού πρώην φίλου του δηλαδή. Το χωριό επίσης επισκέπτεται ο τότε αντιπρόεδρος της αμερικανικής κυβέρνησης, ελληνικής καταγωγής Σπίρο Άγκνιου, και επιστρατεύεται ένα χουντόσκυλο της ΚΥΠ για να ελέγξει τους παρεκκλίνοντες. Τέλος, ο Αχιλλέας σκαρφαλώνει τη μάντρα του θερινού σινεμά «Μπριζίτ» για να ρίξει κλεφτές ματιές στα απαγορευμένα ερωτικά της εποχής, τη στιγμή που δυναμίτισε με όλη του την καρδιά και την παιδική του ορμή τη μεγάλη του αγάπη, με την επιμονή του να φέρει στο χωριό το μαγικό κουτί που θα συνέτριβε την κυριαρχία της μεγάλης οθόνης στα αμέσως επόμενα χρόνια. Σινεφιλία, πολιτικά, ενηλικίωση, λαγνεία, και το Σινεμά Ο «Παράδεισος» με τη Μαλένα και το Il Postino αμέσως έρχονται στο μυαλό, σε συνδυασμό με τις γεύσεις που άφησε το Peppermint, ή ακόμη η Πίσω Πόρτα του Τσεμπερόπουλου, ή το Τέλος Εποχής σε άλλη εκδοχή. Το 1969 ήταν όντως οριακό έτος ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κόσμο, αλλά ο Καπάκας το απογύμνωσε από την αιχμή του. Το φόρτωσε με μελιστάλαχτη λαχτάρα για κάτι διαφορετικό, με μια ονειρική άμβλυνση που φτιασιδώνεται από γενικόλογη νοσταλγία. Αυτό που εννοώ είναι ότι υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες στην αξιοποίηση του παρελθόντος, ακόμη και στο τεράστιο ξέφωτο των αναμνήσεων που το μυαλό μας ωραιοποιεί για να τις διαφυλάξει, σαν χαμογελαστή ασπίδα μπροστά στον θάνατο. Στο «Uranya» δεν υπάρχει καμία επείγουσα ανάγκη -από σκηνοθετικής πλευράς- να γίνει κάτι, ενώ συνεχώς τα παιδιά μάς υπενθυμίζουν πως πρέπει να πάνε στην Ουρανία ή να πάρουν την τηλεόραση. Η soft focus ατμόσφαιρα κουκουλώνει τα γεγονότα, και η μόνη επιδίωξη είναι αυτά να υπονομευτούν από μια χιουμοριστική αίσθηση, κολακευτική προς τον θεατή. Πρόκειται για τον ορισμό της εμπορικής ταινίας, στο μέτρο που έχει αυτιά και μάτια στον θεατή όλων των ηλικιών. Όραμα, έστω και μικρό, δεν διέγνωσα, ασφαλώς όμως η αρχική ιδέα έχει δουλευτεί ενδελεχώς και έχει μετατραπεί σε στρογγυλό σενάριο, χωρίς εμφανείς τρύπες. Ο Κώστας Καπάκας έχει δημιουργήσει μερικές πολύ καλές σκηνές, με πιο εντυπωσιακή την φυγή του μικρού Αχιλλέα μετά τη σύλληψη του πατέρα του. Η μάνα του τον βρήκε μεσα στο βράδυ να καταπιάνεται με το μηχάνημα οξυγονοκόλλησης του πατέρα του, βουρκωμένος και ένοχος που τόσον καιρό τού πήγαινε κόντρα και αρνιόταν κατηγορηματικά να συνεχίσει τη στέρεη δουλειά αντί να ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης. Ο μικρός Άρης Τσάπης είναι φωτογενής, ταιριαστός και καλός στο ρόλο του, ενώ τα υπόλοιπα φιλαράκια του είναι υποκριτικά τελείως ανεπαρκή. Η Κουτσινότα, σέξι και ποθητή, παίζει ελάχιστα.