Ο Τζέιμς Μαρς, σκηνοθέτης της Θεωρίας των Πάντων, είχε πάρει Όσκαρ Ντοκιμαντέρ πριν από μερικά χρόνια με το υπέροχο Man on Wire, αφηγούμενος το κατόρθωμα του Γάλλου Φιλίπ Πετί, ο οποίος το 1974 έστησε ένα σύρμα ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και διέσχισε την απόσταση σχοινοβατώντας, πριν τον μαζέψουν οι Aρχές, αφού όμως είχε εκπληρώσει ένα μεγάλο όνειρο, δίνοντας χαρά στους λίγους παρατηρητές που τον χάζεψαν εκείνο το πρωινό από τους δρόμους του Μανχάταν. Η μοναδική του παράλειψη σε εκείνη την καλά σχεδιασμένη, παράτολμη ενέργεια ήταν η αποτύπωση του ανδραγαθήματός του σε φιλμ. Ο Ρόμπερτ Ζεμέκις ξαναβάζει τα πράγματα στη θέση τους με τον τρόπο της μαγικής αναπαράστασης που γνωρίζει πολύ καλά. Διότι, ο Αμερικανός σκηνοθέτης παραμένει ένας μεγάλος τεχνίτης της εικόνας που μιξάρει διαφορετικές εποχές και υφαίνει μια ρεαλιστική αφήγηση με σεκάνς στις οποίες δύσκολα ξεμπλέκει η πραγματικότητα από τη φαντασία – ακόμη και σε «καθαρές» ιστορίες όπως το Flight, όπου η παρατεταμένη πτώση του αεροπλάνου κόβει την ανάσα και κάνει τον θεατή να αναρωτιέται «μα, πώς το κάνει», την ίδια στιγμή που λυγίζει από την ένταση και την αγωνία. Στη Βόλτα στο Κενό υιοθετεί έναν παιχνιδιάρικο τόνο, μπαίνοντας στην ψυχή ενός σκανταλιάρικου, επίμονου παιδιού που μαγεύεται από τον κόσμο του τσίρκου και βάζει κυριολεκτικά τον πήχη ψηλά – στην προκειμένη περίπτωση, στήνει το σχοινί του εκεί όπου δεν έχει τολμήσει κανείς στο παρελθόν, για το ονόρε και το thrill. Η παιδική καρδιά του έργου, με τη ρομαντική ματιά στο Παρίσι, τη σχέση του με την υποστηρικτική αγαπημένη και τον γκρινιάρη μέντορά του και, κυρίως, με τη λαθραία του επαφή με οτιδήποτε σοβαρό και πραγματικό (ως έναν βαθμό, ακριβές και ταιριαστό με έναν καλλιτέχνη λαϊκής προέλευσης και νομαδικής ιδιοσυγκρασίας) προσδίδει αυτόματα και αρκετά κουραστικά μια ελαφράδα στο φιλμ, μια γενική εντύπωση ενός συνεχούς ψέματος καλυμμένου από τον μανδύα ενός παραμυθιού που ωστόσο συνέβη. Κοντολογίς, παραπάνω από τα 2/3 της ταινίας μοιάζουν με μια μακροσκελή εισαγωγή στην εν λόγω βόλτα στο κενό και μόνο στον αέρα ο Ζεμέκις βρίσκει τη φόρμα του και μεταδίδει την απόλαυση. Εκεί, και στο εφευρετικότατο φινάλε, που δεν γίνεται καμία αναφορά στη μεταγενέστερη τραγωδία στους Δίδυμους Πύργους, αλλά πολύ εύγλωττα και χωρίς λόγια το πλάνο που φωτίζει στο κατάλληλο σημείο και σβήνει, σαν να παραδίδεται στις φλόγες και τον χρόνο, περικλείει την αληθινή σημασία του μικρού άθλου του Πετί, να δώσει ψυχή και να στρέψει την προσοχή σε ένα ακόμη ψυχρό, μπετονένιο κατασκεύασμα με μια αφελή παρανομία (ή, αν θέλετε, με μια καλοοργανωμένη απερισκεψία), ενώ όλοι γνωρίζουμε πως η αθωότητα αφαιρέθηκε βίαια μέσα σε λίγες ώρες.