Δεν έχω ιδέα τι θα αποκομίσουν οι πωρωμένοι του Warcraft και κατά πόσο θα πέσουν στην εύλογη παγίδα της σύγκρισης – άλλωστε, δεν έχει και τόση σημασία για ένα αμύητο και δυνητικά πιο μεγάλο κοινό, που το περιμένει στις αίθουσες με λιγότερη ανυπομονησία. Τα πρώτα κριτικά σχόλια από τις ΗΠΑ ήταν σχεδόν σφαγιαστικά, αλλά η ταινία της εταιρείας Blizzard (και λιγότερο του σκηνοθέτη Ντάνκαν Τζόουνς) δεν αξίζει τόσο σκληρή μεταχείριση. Η σκηνογραφία χωράει σωστά τη δράση και παραπέμπει με αναπαραστατική ευλάβεια στο game. Η πλοκή δυναμώνει σταδιακά, αν και συχνά λαχανιάζει, από υποχρέωση να εισαγάγει πολλά πρόσωπα και να μοιράσει το παιχνίδι ανάμεσα στους δύο κόσμους που αντιπαλεύουν, τους ανθρώπους που έχουν συνάψει συμμαχία και ζουν ειρηνικά και τα θηριώδη, πολεμοχαρή ορκ που ψάχνουν ένα καλύτερο αύριο και καθοδηγούνται από έναν διχαστικό και ισχυρό μάγο. Από τους χαρακτήρες ξεκινούν τα προβλήματα, όχι τόσο γιατί είναι εγγενώς προβληματικοί αλλά γιατί μοιάζουν εξαιρετικά γνώριμοι από μυριάδες πηγές φαντασίας, επιστημονικής και σκέτης, σε κάθε πιθανή μορφή. Από τα μεσαιωνικά παραμύθια μέχρι τον Τόλκιν, το Άβαταρ και τον Πόλεμο των Άστρων, το Warcraft είναι βαρέως δανεισμένο, όχι με μια μεταμοντερνιστική απαξίωση των προτύπων του αλλά με σοβαρότητα και υπερήφανη αίσθηση της αυτονομίας του – με λίγα λόγια, σαν να μην έχει καταλάβει πως, πέρα από τους φανατικούς, οι υπόλοιποι θα ξεσκεπάσουν τον φτωχοξάδελφο του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών μέσα σε λίγα λεπτά. Σε αντίθεση με την πιο ρεαλιστική απεικόνιση της Μέσης Γης από τον Πίτερ Τζάκσον, το σύμπαν του Warcraft είναι πολύ καλά δουλεμένο και οπτικά συμπαγές. Η ροή μού θύμισε πολύ το πρώτο Star Wars, του 1977, με τη διαφορά πως το original του Τζορτζ Λούκας, αν και ανακάτευε επίσης μύθους από τα παλιά, δεν είχε προηγούμενο στο σινεμά ή σε άλλη visual πλατφόρμα, δημιουργώντας μια φάμπρικα κι ένα ολόκληρο είδος, τη λαϊκή όπερα του διαστήματος, από την αρχή. Ο Ντάνκαν Τζόουνς βασικά προσπάθησε να τροχονομήσει το υλικό του και να δώσει νόημα στις σχέσεις πολλών προσώπων. Ως έναν βαθμό τα κατάφερε, αποτυπώνοντας συναισθηματική νοημοσύνη ακόμη και στα φαινομενικά αναίσθητα ορκ, τα οποία, αντίθετα από το videogame, διαθέτουν έκφραση λόγω της motion capture ερμηνείας αληθινών ηθοποιών. Με παρακολουθήσιμο ρυθμό και πολλά γεγονότα για να κρύψουν τα απανωτά κλισέ και ίσως τη δεκαετή αναμονή ενός πρότζεκτ με αναβολές, το Warcraft είναι μια μεγάλη μερίδα φαγητού που έρχεται με καθυστέρηση, δεν έχει την καλύτερη όψη, αλλά χορταίνει και, χωρίς να διεκδικεί γκουρμέ-δάφνες αφήνει καλύτερη εντύπωση σε σχέση με τον αρχικό εκνευρισμό.