Διαβάζοντας τις σημειώσεις γύρω από τις εντυπώσεις που άφησε το Ζ αμέσως μετά τις πρώτες εβδομάδες προβολής του, έμαθα πως κάποιες κριτικές της εποχής εκείνης από έγκυρους δημοσιογράφους δεν ήταν θετικές. Δεν άρεσε στο γαλλικό «Positif», ούτε και στους «New York Times». Να λοιπόν τι περίπου έλεγε ο Βίνσεντ Κάμπι στους έγκριτους «Καιρούς της Νέας Υόρκης», το Δεκέμβριο του 1969: «Το στόρι της υπόθεσης Λαμπράκη έχει να κάνει με εθνική ντροπή, ιδεαλισμό, ανδρεία, ήττα, τρομακτική ειρωνεία. Το Ζ είναι μια ταινία εντυπωσιασμού των αισθήσεων - φρίκη, θυμός, απογοήτευση και αγωνία. Μερικές φορές όλα αυτά διαβιβάζονται με όλη τη λεπτότητα μιας υποδερμικής βελόνας που εισχωρεί στο νεύρο... Όπως οι φασίστες στην ταινία γίνονται κατανοητοί στους θεατές διά της υπεραπλούστευσης, με γενικότητες και με φόβο, έτσι και η ταινία φτάνει σε μας με τις τεχνικές ενός μάλλον συνηθισμένου δράματος αγωνίας.

Σιχαίνομαι σύμβολα που σχεδιάζονται για να προκαλέσουν αυτόματες συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως η σβάστικα. Το ίδιο παθαίνω με το σήμα της ειρήνης και με το Ζ, που, όπως μου λένε, σημαίνει «Ζει» στα ελληνικά και χρησιμοποιείται από τους οπαδούς του δολοφονημένου γιατρού στην ταινία. Δεν εννοώ όλα τα παραπάνω ως μεγάλες αντιρρήσεις, αλλά τα αναφέρω γιατί πιστεύω πως περιορίζουν την ταινία σε ένα είδος που είναι απολύτως σεβαστό, αλλά ανίκανο να φτάσει στα επίπεδα της μεγάλης τέχνης». Αυτό είναι και το μη ζητούμενο στην περίπτωση του Γαβρά, που ποτέ δεν θέλησε να κάνει μεγάλο σινεμά, να μιλήσει για ιδέες και ιδανικά, αλλά να αφηγηθεί, σύμφωνα με τα δικά του λεχθέντα, ιστορίες που τον συγκινούν προσωπικά και φιλοσοφικά.

Φυσικά, το Ζ του έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσει φωνή, αν και ο λόγος του ποτέ δεν μπήκε σε ένα συγκεκριμένο κουτί. Με το Ζ του την έπεσαν οι δεξιοί. Την επόμενη χρονιά, με την Ομολογία, και πάλι με τον Υβ Μοντάν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον αποκήρυξαν οι κομμουνιστές. Πολύ πρόσφατα είχε πει πως αν εργαζόταν ως σκηνοθέτης στην Ελλάδα ή στην Αμερική δεν θα μπορούσε να κάνει τις ταινίες που γύρισε. Αν και πνευματικά Γάλλος, είδε την παγκόσμια καριέρα του να εκτινάσσεται από την αποδοχή του Ζ στη Αμερική. Μπορεί κάποιοι διανοούμενοι να ξίνισαν (τα επιχειρήματα του Κάμπι δεν είναι πολιτικά, αλλά περισσότερα διαφωνίες με την απόκλιση της τεχνικής από το υποτιθέμενο περιεχόμενο), αλλά τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και μοντάζ συμπλήρωσαν την τρομερή εισπρακτική επιτυχία στη χώρα, που για πρώτη φορά παρακολουθούσε προσεκτικά και επιβράβευε εγκάρδια ταινίες με υπότιτλους και διεθνές νόημα - η φήμη μάλιστα λέει πως το Ζ ήταν δεύτερο σε ψήφους στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας, αμέσως μετά τον Καουμπόι του Μεσονυκτίου. Όλες οι άλλες χώρες, και ήταν πολλές αυτές, που βασανίζονταν από χούντες στη μελανή συγκυρία των ταυτόχρονων δικτατοριών, θα είχαν την ευκαιρία να δουν το Ζ χρόνια αργότερα, όπως ακριβώς ο Γαβράς δεν είχε δει την απαγορευμένη στη Γαλλία Μάχη του Αλγερίουτου Τζίλο Ποντεκόρβο, λόγω της ενοχλητικά αρνητικής θέσης που είχε η κυρίαρχη χώρα στην Αλγερία.

Όλος ο ελεύθερος κόσμος έμαθε σε τι κατάσταση βρισκόταν η Ελλάδα κατά την επταετία, αλλά η μαγκιά της ταινίας του Κώστα Γαβρά δεν περιοριζόταν στον έμμεσα εκπαιδευτικό της ρόλο. Το Ζ ξεκινούσε με μια πικρά περιπαικτική εισαγωγή, προειδοποιώντας τους θεατές πως κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική αλλά ηθελημένη. Εκτός από ελάχιστες δραματικές παρεμβάσεις, η ουσία της μυθοπλασίας της ταινίας ήταν πραγματική, στα όρια της ντοκιμαντερίστικης αναπαράστασης. Ο Γαβράς οργάνωσε μαεστρικά το τεράστιο υλικό του, μόνταρε με κομμένη την ανάσα τους χρόνους του χτυπήματος και των επιπτώσεων, επιλέγοντας ένα μεικτό στυλ για να συγκεράσει τη δράση και τα συναισθήματα σε μια εντελώς πρωτότυπη suspense thriller δημιουργία που βάφτισε με τον υπότιτλοΑνατομία ενός Πολιτικού Εγκλήματος. Τον ενδιέφερε να κινητοποιήσει και να διεγείρει, εγκεφαλικά και συναισθηματικά, το θεατή, για να τον οδηγήσει σε κάθαρση αλλά με σκέψη. Δεν παρασύρει το μάρτυρα σε μια οποιαδήποτε σοφιστεία, αλλά ανατρέπει τα δεδομένα, βάζοντας ένα φαινομενικά δεξιό ανακριτή να αποκαλύψει τη διαφθορά και να παραπέμψει τους αυτουργούς της δολοφονίας, όλοι τους παιδιά της κυβέρνησης και του στρατιωτικού παρακράτους.

Μιας και μας το επιτρέπει η χρονική απόσταση, είμαστε σε θέση όχι μόνο να παρατηρήσουμε τις αρετές του Ζαλλά να παραδεχτούμε την αυτονόητη έγερση συνείδησης σε όλο τον πλανήτη για ένα θέμα που δεν αφορούσε μόνο εμάς, καθώς και την επιβεβαίωση του ελληνικού ανθρωπισμού που θα χαρακτήριζε ολόκληρο το μετέπειτα έργο του Γαβρά. Έτυχε να δω την ταινία σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη προβολή την άνοιξη του 1985, τη επομένη της επεισοδιακής ψηφοφορίας στη Βουλή που τον έφερε (σ.σ. τον Σαρτζετάκη) στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όλοι οι θεατές, ειδικά στη σεκάνς που ο στεγνός, τυπολάτρης, διοπτροφόρος Τρεντινιάν/Σαρτζετάκης παρέπεμπε ένα-ένα τα μέλη της κυβέρνησης για βρώμικη εμπλοκή στην υπόθεση «Λαμπράκη», χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν. Εκτός από μένα, που προφανώς έβλεπα κάτι άλλο και είχα απορροφηθεί μέσα στον ιδιοφυή μηχανισμό μιας ταινίας που έλεγε την αλήθεια χωρίς να παρασύρεται από το δίκιο της.