Μία από τις (εύλογες, αν με ρωτάς) κατηγορίες που είχε δεχτεί το «Bohemian Rhapsody» ήταν ότι δεν μπορείς να κάνεις βιογραφία ενός προσώπου όπως ο Φρέντι Μέρκιουρι και να έχεις αφαιρέσει σχεδόν ολοσχερώς από τα δρώμενα τον ηδονισμό και τον (ομο)ερωτισμό. Αυτή σίγουρα δεν είναι μια κατηγορία που μπορείς να προσάψεις στο «Enfant Terrible», μια βιογραφία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, του πολυσχιδούς και παραγωγικότατου Γερμανού δημιουργού – «έχω γράψει τα σενάρια τριών ταινιών κι έχω άλλες τέσσερις στο κεφάλι μου», λέει στην αρχή του φιλμ. Στην ταινία θα βρεις, μεταξύ άλλων, και ανοιχτό ομοερωτισμό και ψωνιστήρι και σεξ, όπως αρμόζει σε μια προσωπικότητα που ποτέ δεν εξέλαβε τo queer στοιχείο ως μη κανονικό, ούτε εντός του έργου της ούτε έξω από αυτό.

 

Με δεδομένη λοιπόν την ορθή δημιουργική κατεύθυνση όσον αφορά το ειδικότερο μέρος, για να τοποθετηθούμε αναφορικά με την επιτυχία του «Enfant Terrible», θα πρέπει να εξετάσουμε αν πληροί τα βασικά που γενικότερα οφείλει να διαθέτει η κινηματογραφική βιογραφία ενός καλλιτέχνη ώστε να θεωρηθεί εύστοχη. Το ένα είναι να μένει πιστή στο πνεύμα, στα μοτίβα και στην αισθητική που πρέσβευε αυτός με το έργο του, το άλλο να αναδεικνύει όσα διαμόρφωσαν και επηρέασαν το τελευταίο, καθώς και τη στοχοθεσία του.

 

Ως προς το πρώτο σκέλος, η ταινία του Όσκαρ Ρέλερ επιλέγει να αφηγηθεί γραμμικά τη ζωή του σκηνοθέτη μεν, αλλά να την παρουσιάσει σαν ένα κινηματογραφικό έργο του Φασμπίντερ με ήρωα τον ίδιο. Υιοθετεί τον μπρεχτισμό της πρώτης περιόδου του Γερμανού δημιουργού –όλες οι «σκηνές» της ζωής του στήνονται σαν μέρη μιας θεατρικής παράστασης‒, τον υπερτονισμό του μελοδράματος, το οποίο προσπάθησε να υπηρετήσει όπως ο αγαπημένος του Ντάγκλας Σερκ, τα αφιλτράριστα συναισθηματικά ξεσπάσματα, τους κλειστούς χώρους, όπου στη συντριπτική τους πλειονότητα εκτυλίσσονταν οι ιστορίες του, και τους φθορίζοντες φωτισμούς της «Lola». Υπάρχει μια γνώριμη φασμπιντερική τεχνητότητα, η όψη και η αίσθηση της οποίας δύσκολα θα αφήσουν ασυγκίνητο έναν φαν του σκηνοθέτη, κάνοντας το έργο να ξεχωρίζει από το σύνηθες ακαδημαϊκό biopic.

 

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή ακριβώς η τεχνητότητα, αυτή η επιλογή του Ρέλερ να «μηρυκάσει» την αισθητική του Φασμπίντερ, αφήνει εκτός κάδρου το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που τον επηρέασε, την καταπίεση στην οποία θέλησε να αντιτεθεί, την ταξικότητα στην οποία αναφερόταν. Είναι σαν μια «φούσκα» έξω από την πραγματική ζωή του Φασμπίντερ και του περιβάλλοντος όπου έδρασε. Το έργο υποβιβάζεται σε ένα αξιοπερίεργο, πλην στείρο σινεφιλικό παιχνίδι και ο ίδιος ο Φασμπίντερ, παρά την ψυχωμένη ερμηνεία του Όλιβερ Μασούτσι, σε έναν ολωσδιόλου τεχνητό χαρακτήρα.

 

Οι ταινίες του Φασμπίντερ, μέσω της φόρμας τους, των μοτίβων τους και της δραματουργίας τους, διέθεταν πολλά επίπεδα ανάγνωσης, είχαν πράγματα να καταθέσουν πάνω στη βία του κομφορμισμού, στη συστημική και στην ανθρώπινη καταπίεση, στον ολοκληρωτισμό του έρωτα, στη συναισθηματική απομόνωση, στην περιθωριοποίηση. Η ταινία του Ρέλερ θα βάλει τους χαρακτήρες της να στέκουν σε απόσταση μεταξύ τους και να ποζάρουν άψυχα απλώς επειδή έτσι το έκανε ο Φασμπίντερ, δεν έχει κάτι περαιτέρω να πει με αυτό.

 

Θα της πιστώσεις, πάντως, μια σφαιρικότητα στην αντιμετώπιση του ήρωά της, ο οποίος, μες στην ιδιοφυΐα του υπήρξε εξαιρετικά δύσκολος και συχνά κακοποιητικός ως άνθρωπος και ως σκηνοθέτης. Τουλάχιστον το «Enfant Terrible» σέβεται το αντικείμενό του, χωρίς να εξιδανικεύει το κλισέ του προβληματικού, καταραμένου καλλιτέχνη, όπως ανάλογες δημιουργίες του παρελθόντος.