Aν αναρωτιέστε τι σημαίνει ο τίτλος Nitram, μάθετε ότι πρόκειται για αναγραμματισμό. Martin είναι το μικρό όνομα ενός νεαρού που το 1996 υπήρξε υπεύθυνος για το μεγαλύτερο περιστατικό μαζικής δολοφονίας στην Αυστραλία. Είναι, ίσως, ένας τρόπος του Κερζέλ να μας πει ότι θα προσεγγίσει την ιστορία αντίστροφα. Αντί το έργο του να εξετάσει το σοκαριστικό περιστατικό και όσα ακολούθησαν, θα γυρίσει πίσω στον χρόνο, ώστε να δούμε πώς φτάσαμε μέχρι εκεί.

 

Η βία, οι συνιστώσες της και τα αίτιά της είναι μια σταθερή θεματική της φιλμογραφίας του Κερζέλ, ο οποίος βρίσκει τους δολοφόνους (κινηματογραφικά) γοητευτικές περιπτώσεις. Στο Snowtown είχαμε serial killers, ο σαιξπηρικός Mακμπέθ σκοτώνει από φιλοδοξία, για τον Νεντ Κέλι και τη συμμορία του τα ξέρετε, και η μόνη μέχρι στιγμής απόπειρά του στο σινεμά της υπερπαραγωγής ήταν η κινηματογραφική μεταφορά του Assassin’s Creed.

 

Να ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι το Nitram, ως κατασκευή, είναι μια πολύ καλή ταινία. Θαυμάζεις έναν σκηνοθέτη που βρίσκεται σε πλήρη έλεγχο του υλικού του και γεννά ένταση μέσα από τη διαστολή της σιωπής, τη σύνθεση του κάδρου και το πρόσωπο του πρωταγωνιστή Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, ο οποίος (ευτυχώς) υποδύεται τον ήρωα με τον λιγότερο προφανή τρόπο που θα μπορούσες να σκεφτείς, αν έχεις παρακολουθήσει την καριέρα του.

 

Το δύσκολο είναι να παραβλέψεις ότι πρόκειται για μια ταινία που συχνά σου ζητά να συμπονέσεις τον υπεύθυνο για μια ενέργεια, της οποίας τη φρικαλεότητα καμία γλώσσα δεν μπορεί να αναδείξει στις πραγματικές της διαστάσεις. Σκεφτείτε π.χ. να γύριζε κάποιος μια ταινία για τον Μπρέιβικ, που έχει και τις ακροδεξιές ιδεολογικές καταβολές και να τον ακολουθούσε στα χρόνια πριν από την επίθεση, ζητώντας σας να νιώσετε οίκτο που δεν τον αγαπά κανείς, έστω και με τον διακριτικό τρόπο του Κερζέλ. Πώς θα νιώθατε;

 

Στόχος του Κερζέλ, όμως, δεν είναι να σχηματίσει μια απολογία και να δώσει συγχωροχάρτι στον θύτη, αναδεικνύοντάς τον σε παρεξηγημένη προσωπικότητα. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε να κάνουμε με ένα κινηματογραφικό έμεσμα, στο οποίο δεν θα άξιζε να αφιερωθούν πάνω από δύο αράδες. Εκείνο που τον νοιάζει είναι να κοιτάξει γύρω από τον ήρωα, να εντοπίσει όσα εξηγούν και οδηγούν σε ένα ακραίο περιστατικό σαν αυτό. Κι εδώ είναι που αρχίζουν οι συγκρίσεις με τη βασική ταινία σχετικά με ανάλογες μαζικές δολοφονίες, τον Ελέφαντα του Γκας Βαν Σαντ.

 

Στον Ελέφαντα, που είναι εμπνευσμένος από τη σφαγή στο γυμνάσιο Κόλουμπαϊν των ΗΠΑ, ο Καναδός δημιουργός παρατηρεί από απόσταση (όχι από κοντά, όπως ο Κερζέλ) τους δύο χαρακτήρες πριν από την επίθεση. Ώσπου να φτάσουμε εκεί, παρατίθενται είτε ευθέως είτε στο background, όλες οι πιθανές εξηγήσεις των media για την επίθεση, από τα βίαια video games ως το bullying, ενώ ταυτόχρονα αποδομούνται. Για παράδειγμα, πριν αρχίσει να εξολοθρεύει τους συμμαθητές του, ο δολοφόνος παίζει το «Für Elise» και τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» στο πιάνο του και όχι το «Hammer smashed face» των Cannibal Corpse στην ηλεκτρική του κιθάρα.

 

Στα μάτια μου ο Βαν Σαντ φαίνεται σαν να θέλει να δείξει ότι ισχύουν όλα αυτά και τίποτα ταυτόχρονα, ότι όσο κι αν προσπαθούμε να εξηγήσουμε φαινόμενα βίας και όσο κι αν λαμβάνουμε μέτρα για να τα προλάβουμε –που πολύ καλώς τα λαμβάνουμε και πρέπει και να τα αυστηροποιήσουμε‒, τελικά ποτέ δεν θα καταλάβουμε πλήρως τι οδηγεί έναν άνθρωπο σε τέτοιες ακρότητες. Μπορείς να ψέξεις τον Ελέφαντα επειδή αρθρώνει το επιχείρημά του περισσότερο με τον τρόπο ενός εικαστικού παρά ενός δραματουργού, αλλά δεν μπορείς να αρνηθείς τη σφαιρικότητά του και την κατανόηση της εγγενούς αδυναμίας μας να… κατανοήσουμε, τουλάχιστον με την επιθυμητή πληρότητα.

 

Ο Κερζέλ, από την άλλη, ισχυρίζεται πως έχει όλες τις απαντήσεις. Παραβλέποντας τον δογματισμό (αν όχι την έπαρση) λόγω καλών προθέσεων, έχει ενδιαφέρον ποιες είναι αυτές οι απαντήσεις και που υπάρχουν μέσα στο έργο. Για τον Κερζέλ, λοιπόν, ο ένας λόγος της σφαγής είναι η αμέλεια, που συνοψίζεται κάπως επεξηγηματικά από τον παρουσιαστή μιας είδησης μαζικής δολοφονίας που παρακολουθεί ο Nitram στην τηλεόραση, αλλά και έξοχα και εντελώς κινηματογραφικά στο τελευταίο πλάνο, όπου ο υπαίτιος, στο πρόσωπο του οποίου συμβολίζεται (και) το γενικότερο σύστημα πρόνοιας, ανθρώπινο και κρατικό, έχει γυρισμένη την πλάτη του στην τηλεόραση που απεικονίζει τις δολοφονίες.

 

Ο άλλος λόγος είναι η οπλοχρησία, όπως μας ενημερώνουν οι τίτλοι τέλους. Σύμφωνοι, η εύκολη πρόσβαση σε όπλα αυξάνει τα περιστατικά βίας, είναι σχεδόν αυταπόδεικτο, μόνο που τα όπλα έρχονται στην ταινία αργά και δεν μένουν πολύ ώστε να πετύχουν την ευαισθητοποίηση στην οποία στοχεύει ο Κερζέλ με αυτή την κατακλείδα. Κι επίσης, μέσα σε όλα αυτά υπάρχει πάντα η ελεύθερη βούληση, το δικαίωμα της επιλογής και η αποδοχή (αλλά και η απόδοση) των ευθυνών της όποιας επιλογής. Καλό θα ήταν να μην το παραγνωρίζουμε, όσο καλές προθέσεις κι αν έχουμε εξετάζοντας την πλημμελή φροντίδα του συνόλου, του κράτους, συμμαθητών, γειτόνων και εγγυτέρων συγγενών.