Ο Άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, όχι του Ζορζ Σιμενόν αλλά του σπουδαίου Μπόχουμιλ Χράμπαλ, που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Γίρι Μένζελ μόλις στα είκοσι οκτώ του χρόνια σε ένα πολλαπλών αποχρώσεων, σαρδόνιου χιούμορ και ευπρόσδεκτης φρεσκάδας, έξοχα ισορροπημένο ιλαροτραγικό σκηνοθετικό ντεμπούτο είναι το πορτρέτο ενός νεαρού, ράθυμου, τελείως άπειρου σταθμάρχη με καταγωγή από οικογένεια ξακουστών ρεμπεσκέδων. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βοημία, από παρ’ ολίγον παρθένος αυτόχειρας γίνεται ήρωας με τον πιο απροσδόκητο τρόπο.

 

Επίσης, πρόκειται και για το μωσαϊκό μιας χώρας που αντιστάθηκε στους ναζί χωρίς να χάσει την ιδιομορφία και τον χαρακτήρα της ‒ μια σαφής παραβολή της «κατοχής» που υπέστη η χώρα στη συνέχεια σε ένα έξοχο δείγμα του νέου κύματος (που εκπροσωπήθηκε φυσικά και από τους Φόρμαν και Καντάρ), βραβευμένο με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1967.