Φόρος τιμής στις αχανείς εκτάσεις του Σαλίνας και του Μόντερεϊ της Καλιφόρνια και της μεσοπολεμικής ενδογενεακής ανησυχίας στις ΗΠΑ, το έργο που ο συγγραφέας του, ο νομπελίστας Τζον Στάινμπεκ, θεώρησε το magnum opus μιας λαμπρής καριέρας, κατατάσσοντάς το πάνω ακόμη και από τα Σταφύλια της Οργής, η βιβλική τιτανομαχία του Ανατολικά της Εδέμ μετατράπηκε σε ψυχολογική όπερα στα χέρια του Ίλια Καζάν, στη μεγάλη, σινεμασκόπ, έγχρωμη κινηματογραφική του «επιχείρηση» μετά τα ασφυκτικά, ασπρόμαυρα δράματα που του έφεραν τρομερή φήμη («Λεωφορείον ο Πόθος») και πολλά Όσκαρ («Το λιμάνι της αγωνίας»). Συλλαμβάνει με οπτικό μεγαλείο το τοπίο, τοποθετώντας τους χαρακτήρες στρατηγικά στα πλάνα, και εξανθρωπίζει τη σαφή παραβολή του Κάιν (Κέιλεμπ) με τον Άβελ (Άρον), των δίδυμων αδελφών που παλεύουν για την εύνοια ενός αυστηρού, ανελέητου πατέρα σε ένα αγέλαστο, αρρενωπό σπιτικό χωρίς αγάπη και τρυφερότητα.

 

Το μεγάλο μυστικό της απούσας, νεκρής μητέρας τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του πατέρα, ανακαλύπτει και σερβίρει εκδικητικά με τη μεγαλύτερη δυνατή οργή ο αεικίνητος Κέιλεμπ που ο Τζέιμς Ντιν ερμηνεύει με ένα κοκτέιλ απωθημένης σύγχυσης και αέναης λαχτάρας για χάδι και αποδοχή ‒ το δεύτερο ήταν το στοιχείο που τον διαφοροποιούσε ουσιαστικά από το είδωλό του, τον πιο ζωώδη, σαφώς σκληρότερο Μάρλον Μπράντο, και ο Καζάν, που ανακάλυψε και λάνσαρε την καριέρα των δυο πιο επιδραστικών εμβλημάτων της ροκ υποκριτικής των ’50s, αντιλήφθηκε με το τρομερό του μάτι για το μοντέρνο.

 

Στην καρδιά της θρησκευτικά σαθρής Εδέμ και της προς Ανατολάς απόδρασής της από αυτήν, εκεί όπου έμελλε να εξοριστεί ο Κάιν δηλαδή, βρίσκεται η ουσιαστική χειραφέτηση του πυρωμένου εφήβου στη διαχρονική αποτύπωση του μοντέλου του νέου άνδρα που έρχεται σε ρήξη με την αναλγησία του πατριάρχη της οικογένειας. Στο εκτροχιασμένο ταξίδι της επανόδου από την αυτοαπομόνωσή του τον βοηθά μια γυναίκα με κατανόηση, η υπερβραβευμένη του αμερικανικού θεάτρου, αν και φειδωλής παρουσίας στο σινεμά, Τζούλι Χάρις, όπως ακριβώς η Νάταλι Γουντ στον Επαναστάτη Χωρίς Αιτία, στο μελοδροματικό love story της ταινίας.

 

Ο Στάινμπεκ συνέθεσε τους χαρακτήρες μέσα από την προβληματική που προέκυψε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (παρούσα και η ξενοφοβία, με το μίσος απέναντι σε έναν Γερμανό), αν και έγραψε το μυθιστόρημά του το 1952, ενώ ο Καζάν κοίταξε μπροστά, αναγνωρίζοντας στην περσόνα που έφερε ο Ντιν έναν νέο τύπο Αμερικανού, συμφιλιωμένου με τη θηλυκή του πλευρά, την ανάγκη για συναίσθημα, καθώς και πρόθυμου να εξερευνήσει διαφορετικά τις πεπαλαιωμένες απόψεις για την ενοχή και την αμαρτία ‒ οι σκηνές κατά τις οποίες σταδιακά έρχεται σε επαφή με τη μητέρα και ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής, μαθαίνοντας την άλλη πλευρά της Ιστορίας, είναι οι πιο δυνατές δραματικά, μαζί με εκείνη που πετάει τα χρήματα στο πρόσωπο του πατέρα του.

 

Ο μανιχαϊσμός του έργου στην πρωτότυπη γραφή αλλά και στη σεναριακή διασκευή εξακολουθεί να απλουστεύει τα βαθύτερα νοήματα και τις ευρύτερες επιδιώξεις της θεματικής που επιδιώκει, αλλά, κινηματογραφικά μιλώντας, το «Ανατολικά της Εδέμ» είναι μια συναρπαστική συνισταμένη του κινηματογραφικού ιδιώματος και της θεατρικής εμπειρίας του σκηνοθέτη. Από τις τέσσερις υποψηφιότητες στην απονομή των Όσκαρ του 1956, εκείνη του Καζάν για τη σκηνοθεσία, του Πολ Όσμπορν για το σενάριο και την πρώτη από τις δύο μετά θάνατον για τον Ντιν (η άλλη ήταν την αμέσως επόμενη χρονιά για τον «Γίγαντα» του Τζορτζ Στίβενς), η καρατερίστα Τζο βαν Φλιτ ήταν αυτή που τιμήθηκε από την Ακαδημία. Μάλιστα, επάνω στον χαρακτήρα της Κέιτ σχεδιάζει να βασίσει τη διασκευή του κλασικού έργου στην επερχόμενη μίνι σειρά για λογαριασμό του Netflix με πρωταγωνίστρια τη Φλόρενς Πιου η εγγονή του σκηνοθέτη Ζόι Καζάν, η οποία θα αναλάβει χρέη σεναριογράφου και παραγωγού.