Yπάρχει μια σκηνή στη Betty Blue, όταν η ασθένεια έχει πάρει το πηδάλιο, όπου η Μπέτι τελεί υπό ψυχολογική κατάρρευση, έχει μακιγιαριστεί άτσαλα, σαν κλόουν, και κάθεται στο τραπέζι. Ο Ζοργκ, που βρίσκεται ακριβώς απέναντί της, χώνει τα χέρια του στην τοματόσουπα μπροστά του και πασαλείβει το πρόσωπό του, για να μη νιώθει μόνη της και για να της δείξει ότι είναι μαζί της σε όλο αυτό. Πρόκειται για μια σκηνή που συνοψίζει την ανιδιοτέλεια και την αυτοθυσία του amour fou, τον οποίο η ταινία αποτύπωσε πυρετικά και εύστοχα, παρά τις όποιες (αναχρονιστικές) ενστάσεις του σημερινού βλέμματος. Υπάρχει μια αντίστοιχη σκηνή στο Waiting for Bojangles, όπου η Kαμίλ της Βιρζινί Εφιρά, που επίσης πάσχει από ψυχική ασθένεια, βγαίνει γυμνή από το σπίτι και ο σύντροφός της, ο Ζορζ –ένας γοητευτικός Ρομέν Ντιρίς– τρέχει πίσω της για να τη σταματήσει, καταλήγοντας να πετάξει κι αυτός τα ρούχα του και να μείνουν γυμνοί στον δρόμο και οι δύο.

 

Θα βρείτε σεναριακές ομοιότητες ανάμεσα στην ταινία και στην Betty Blue – κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τo Waiting for Bojangles μας δείχνει τι θα γινόταν αν η Μπέτι και ο Ζοργκ έκαναν τελικά παιδί. Αισθητικά, βέβαια, οι δυο ταινίες απέχουν μεταξύ τους. Η ηδυπάθεια αντικαθίσταται από (σακχαρώδεις) αγαπητικές χειρονομίες, το σουρεαλιστικό μπλε και πορτοκαλί δίνει τη θέση του στην παστέλ χρωματική παλέτα που συναντάς σε γαλλικά φιλμ των ‘60s, την οποία ο σκηνοθέτης επικαλέστηκε ξανά δέκα χρόνια πριν στο Populaire. Kαι, βέβαια, υπάρχει στη μέση κι ένα παιδί.

 

Δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο του Oλιβιέ Μπουρντό, στο οποίο βασίζεται η ταινία, αλλά από την έρευνά μας πληροφορηθήκαμε ότι εκεί η δράση είναι ιδωμένη μέσα από την αφήγηση του ανήλικου γιου του ζεύγους. Μην μας παρεξηγήσετε, εντελώς διαφορετικά μέσα το σινεμά με το βιβλίο, και οι κινηματογραφικές διασκευές οφείλουν να μένουν πιστές όχι στο βιβλίο αλλά στο μέσο που υπηρετούν και στο οποίο θα λογοδοτήσουν. Στην περίπτωση του Waiting for Bojangles, όμως, το ύφος, ο τόνος και οι (ακατ)ανόητες συμπεριφορές θα έβγαζαν πολύ περισσότερο νόημα ως μέρη της αφήγησης ενός παιδιού που πασχίζει να στήσει ένα παραμύθι γύρω από την προσωπική του τραγωδία και προσπαθεί να δει το ποτήρι μισογεμάτο με όχημα τη φαντασία. Όπως το δίδαξαν οι γονείς του, δηλαδή, που έντυσαν τις καλύτερες στιγμές τους με το τραγούδι «Mr. Bojangles». Στην ταινία ακούγεται από Μάρλον Γουίλιαμς, στο βιβλίο προτιμάται από Νίνα Σιμόν. Αν μας ρωτάτε, τους κερδίζει και τους δύο ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ.

 

Οι φαν γαλλόφωνων αλαφροΐσκιωτων δημιουργιών της τελευταίας εικοσαετίας θα βρουν πράγματα να τους αρέσουν, τα χορευτικά ιντερλούδια είναι, ομολογουμένως, ακαταμάχητα, το πρωταγωνιστικό δίδυμο έχει την απαραίτητη χημεία. Από εκεί και πέρα, κάποιοι θα δουν στην ερμηνεία της Εφιρά μια tour de force εμφάνιση, άλλοι θα ισχυριστούν ότι είναι η Εφιρά που ξέφυγε από την τρίτη πράξη της Benedetta και εισήλθε λαθραία εδώ. Κάποιοι θα εντοπίσουν στο φινάλε γνήσιο ρομαντισμό, άλλοι εγωισμό και ανευθυνότητα. Κάποιοι θα το παρακολουθήσουν με βρεγμένα μάτια, άλλοι θα αντιτείνουν ότι όταν σου δείχνουν ένα χαριτωμένο παιδάκι που κλαίει για τη μαμά του, θα συγκινηθείς ακόμα κι αν η δραματουργία μέχρι τότε δεν έχει κερδίσει τη συγκίνηση – για σένα λέμε, Florida Project. Κάποιοι θα ενστερνιστούν τη φαντασιοπληξία των χαρακτήρων, άλλοι θα παρακαλούν να έρθει ο Μποτζάνγκλς να τους μαζέψει. Αν είστε άνθρωποι που αναζητούν το θετικό στοιχείο ακόμα και στη μεγαλύτερη τραγωδία, τότε ίσως μπορέσετε να το εντοπίσετε και σε αυτήν τη μάλλον αδόκιμη απόδοση μαγικού ρεαλισμού.