«Πού βρισκόμαστε;» ρωτά η μάνα ξυπνώντας απότομα μέσα στο SUV, για να λάβει από τον μικρότερο γιό της την απάντηση «είμαστε νεκροί». Εύλογα σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ό,τι θα παρακολουθήσεις κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους και η απάντηση είναι καταφατική, μόνο που αυτοί δεν είναι ο υλικός και ο άυλος αλλά ο δυτικός και ο ανατολικός.

 

Στο Hit the Road ο υιός Παναχί θα δανειστεί τις αρετές και τη δομή του Δυτικού crowdpleaser, θα βάλει Σούμπερτ στο σάουντρακ, θα εντάξει αναφορές στο 2001 και στον Μπάτμαν, θα φέρει στο προσκήνιο μια τετραμελή οικογένεια που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ξεπηδήσει από λαϊκή ιταλιάνικη κομεντί και θα υιοθετήσει ένα σουρεαλιστικό χιούμορ διεθνούς αναγνω(ρι)σιμότητας για να στήσει ένα road movie στην καρδιά της ιρανικής ενδοχώρας.

 

Ταυτόχρονα, θα κάνει μια πολιτική ταινία για την πατρίδα του και για το δυτικό όνειρο και θα επικαλεστεί το σήμα κατατεθέν του ιρανικού φιλμικού ιδιώματος, εκείνο το γενικό, στατικό, μακρινό και μακρόσυρτο πλάνο, χρησιμοποιώντας το τόσο με τη συμβολική διάσταση που το συναντούμε στον μέσο εκπρόσωπο της σχετικής εθνικής κινηματογραφίας –εδώ ως επισήμανση της καθολικής φύσης του προβλήματος και ως σύνοψη της ταυτόχρονης συνύπαρξης της κωμωδίας και της τραγωδίας‒ όσο και για καθαρά δραματουργικούς λόγους – όπως έλεγε και ο Χίτσκοκ, γιατί να ξοδέψεις ένα γενικό πλάνο, όταν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις αργότερα, για να δώσεις μεγαλύτερη δραματική έμφαση;

 

Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και ελπιδοφόρα σκηνοθετικά ξεκινήματα που είδαμε τον τελευταίο καιρό, εκείνη η «μικρή ταινία με μεγάλη καρδιά» που πετυχαίνουμε ολοένα και πιο σπάνια στις αίθουσες. Η συγκεκριμένη έχει την ιδιαιτερότητα (και το προτέρημα) ότι μπορεί να ικανοποιήσει εξίσου ένα κοινό πιο ιδιαίτερων σινεφιλικών αναζητήσεων και θεατές που ψάχνουν απλώς για ένα ενενηντάλεπτο ποιοτικής κινηματογραφικής ψυχαγωγίας. Μακάρι να της δώσουν μια ευκαιρία αμφότεροι ‒ χαμένοι δεν θα βγουν.