Το mumblecore υπήρξε από τις βασικές καταθέσεις του indie αμερικανικού κινηματογράφου στο μέσο. Tις καταβολές του μπορείς να τις εντοπίσεις στο σινεμά του Γούντι Άλεν, του Ερίκ Ρομέρ, του Γουίτ Στίλμαν και, φυσικά, του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Για να συνοψίσουμε σε λίγες γραμμές τι εστί mumblecore, τα δομικά του στοιχεία είναι ο σχεδόν ανύπαρκτος προϋπολογισμός, η διαλογικότητα, ο νατουραλιστικός αυτοσχεδιασμός και η θεματολογική ατζέντα των ενήλικων σχέσεων στα ’20s και στα ’30s, γι’ αυτό και οι χαρακτήρες στο είδος είναι συχνά μη διαμορφωμένοι, σε στάδιο αναζήτησης ή μετάβασης, όπως προκύπτει μέσα από τους διαλόγους.

 

Τα Άνθη στα άνθη είναι ένα ελληνικό mumblecore. Γυρισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στο Πάρκο Τρίτση, το οποίο χάρη στο ασπρόμαυρο φίλτρο αποκτά μια (δι)αχρονική γοητεία, το φιλμ του Γιώργου Αθανασίου (παρ)ακολουθεί τον Κωνσταντίνο και τη Σοφία να συνομιλούν, να σαχλαμαρίζουν και να (αμπελο)φιλοσοφούν την τελευταία μέρα του πρώτου στην Αθήνα – πρόκειται να φύγει στο εξωτερικό. Γνωρίζονται από καιρό, μα όχι αρκετά καλά, και αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι ώστε να μάθουν περισσότερα ο ένας για τον άλλο. Μέσα από τις συνομιλίες τους μαθαίνουμε κι εμείς πράγματα για εκείνους, ίσως περισσότερα απ’ όσα μπορούν να παρατηρήσουν οι ίδιοι  – ο τρόπος που μιλά ο Κωνσταντίνος για μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία του παρελθόντος μαρτυρά περισσότερο την ανάγκη του να γίνει αρεστός και οικείος διά της υπερβολικά αποκαλυπτικής εξομολόγησης, η συχνή αναφορά της Σοφίας στους κανόνες και τα καλούπια υποδεικνύει έναν άνθρωπο στα πρόθυρα μιας αλλαγής, μα δίχως τα εργαλεία ή το σθένος για να την πραγματοποιήσει ακόμα. Αυτές, όμως, είναι παρατηρήσεις που κάνουμε εμείς, ως τρίτοι. Οι δύο ήρωες ζουν στα δικά τους σύμπαντα που τέμνονται στις στατικές, αφηγηματικά διαπλεκόμενες πλαν-σεκάνς του Αθανασίου. Είναι αξιέπαινος ο τρόπος που, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, αυτός και οι δυο πρωταγωνιστές του κατασκευάζουν μια «φούσκα» που αφήνει εκτός τους υπόλοιπους ανθρώπους στο πάρκο, τον κόσμο που τους περιβάλλει, όπως και τον φακό που τους καταγράφει, και σπάει μόνο όταν η επιτήδευση του σεναρίου καταλύει τον «ρεαλισμό» του αυτοσχεδιασμού.

 

Καθώς πέφτει η νύχτα και οι ήρωες έχουν έρθει πιο κοντά, ο φακός τούς πλησιάζει, κινείται για πρώτη φορά, ώστε να δηλώσει κινηματογραφικά την (κατακτημένη πια) εγγύτητα. Η ατάκα της Σοφίας για το πόσο της αρέσει η διαστολή του χρόνου στις μονομαχίες στα γουέστερν αποδεικνύεται προοικονομία όταν φτάνει η ώρα του αποχαιρετισμού. Η σιωπή κρατά λίγο παραπάνω, τα λεωφορεία περνούν, το… σασπένς εντείνεται κι εσύ περιμένεις την έμπρακτη εκδήλωση του άφατου, πλην εμφανέστατου ερωτισμού. Τέτοιες λεπτομέρειες –που δεν είναι καθόλου λεπτομέρειες– αποκαλύπτουν έναν δημιουργό που δεν αφήνεται απλώς στο φιλμικό δάνειο, στην (καλή) κόπια και στην ευκολία της αυτοσχεδιαστικής διαλογικότητας αλλά αντιλαμβάνεται τον τρόπο λειτουργίας του μέσου και ως αυτόφωτος κινηματογραφιστής.

 

«Στα επόμενα», είναι η τελευταία φράση που ακούγεται στο φιλμ και θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στον δημιουργό πίσω από τον φακό. Παρά το περιορισμένο μέγεθος και τις εγγενείς αδυναμίες, το τρυφερό ντεμπούτο του μας γέννησε (τουλάχιστον) την περιέργεια να δούμε τι μας έχει για μετά.