Το Fille de son Pere ξεκινά με ένα εξαίρετο εισαγωγικό μοντάζ, όπου μέσα από πλαν-σεκάνς παρακολουθούμε τον εικοσάχρονο Ετιέν να ερωτεύεται τη Βαλερί, να τα βρίσκουν, να διαδηλώνουν, να  κάνουν μαζί ένα παιδί, εκείνη να φεύγει και εκείνον να πέφτει με τα μούτρα στην ανατροφή της κόρης τους. Έπειτα ερχόμαστε στο σήμερα, με τον Ετιέν να εκτελεί με υπερβάλλοντα ζήλο τα γονικά του καθήκοντα και τη Ρόζα έτοιμη να φύγει για να σπουδάσει σε σχολή Καλών Τεχνών στο Μετς. 

 

Με χαριτωμένη διάθεση κι ένα παρεμβατικό score, συχνά επικαλούμενο εκείνα τα συναισθηματικά οξυκόρυφα του Φιλίπ Ρομπί, ο Εργουάν Λε Ντουκ προσπαθεί να σκαρώσει μια κινηματογραφική φούσκα που πατά το ένα της πόδι γερά στη γη και το άλλο σε ονειροπαρμένες δημιουργίες που μας έκαναν να αγαπήσουμε τη γαλλική σχολή. Και πρόκειται, πραγματικά, για μια πολύ γαλλική ταινία∙ ακόμα κι αν ο ήχος ήταν στο mute και διάβαζες μόνο υπότιτλους, θα καταλάβαινες την καταγωγή της ακούγοντας έφηβους να λένε φράσεις τύπου «μην κοροϊδεύετε τη νεολαία που πνίγει την απόγνωσή της σε μια ξεπερασμένη καλλιτεχνική πρακτική, καταδικασμένη να αποτύχει».  

 

Επί της ουσίας, για αβαρή ιστορία χαμένης νιότης πρόκειται. Δεν είναι μόνο η Ρόζα η «κόρη του πατέρα της», αλλά και ο Ετιέν έγινε ο «πατέρας της κόρης του» σε τρυφερή ηλικία, με τη φυγή της Βαλερί να αποτελεί τον ανοικτό λογαριασμό που πρέπει να κλείσουν αμφότεροι, ώστε να ανακτήσουν τα νιάτα τους. Η πορεία προς αυτό το κλείσιμο έρχεται ανάλαφρα και δροσερά, αλλά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ελαφρότητα και τη δροσερότητα η νεότερη γαλλική ιντελιγκέντσια – όπως η παλαιότερη, δηλαδή, αλλά με pal χρωματισμούς και πιο pop διαθέσεις.