Στα 91 του χρόνια ο Κώστας Γαβράς αισθάνθηκε την ανάγκη να αναμετρηθεί κινηματογραφικά με τον θάνατο, επιχειρώντας να κατανοήσει το τέλος όπως το βιώνουν με αγωνία οι ασθενείς και με θλίψη οι συγγενείς τους σε ένα ποιητικό μπαλέτο πολύ διαφορετικό από αυτό του Διπλανού δωματίου, της εξίσου αξιοπρεπούς πρόσφατης πραγματείας του Πέδρο Αλμοδόβαρ για την ευθανασία. Το αποτέλεσμα είναι συγκινητικό, στοχαστικό, συχνά δυσβάστακτο και λυπημένο, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς από το θέμα και μόνο, αλλά εν τέλει ελπιδοφόρο, χωρίς συμβιβασμό, συγκατάβαση και περιττή συμπάθεια – μία από τις μεστότερες ταινίες στη φιλμογραφία του. Στην Τελευταία Πνοή, μια σπουδή σε ό,τι προηγείται της ευθανασίας που ο Έλληνας σκηνοθέτης βάσισε στις δικές του επισκέψεις σε ασθενείς τις οποίες οργάνωσε ο γιατρός αδελφός του στη Βοστώνη, ένας στωικός ογκολόγος, ο Ογκιστέν Μασέ (Καντ Μεράντ), και ένας υποχόνδριος συγγραφέας, ο Φαμπρίς Τουσέν (Ντενί Πονταλιντές), ξεκινούν μια μεγάλη φιλοσοφική βόλτα στη θέα και την έννοια του αναπόφευκτου, και οι ενδιάμεσες στάσεις αποκαλύπτουν μια σειρά από απροσδόκητες, ανθρώπινες στιγμές. Πολλοί γνωστοί ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Γαβρά για έναν σύντομο και περιεκτικό ρόλο: η Σαρλότ Ράμπλινγκ παίζει μια θλιμμένη ασθενή, ενώ η Άντζελα Μολίνα, δίπλα στον Γιώργο Χωραφά, ζητά ένα τσιγγάνικο γλέντι αποχαιρετισμού από τους δικούς της, που συμβαίνει στην έξοδό της από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Οι περιπτώσεις που περιλαμβάνει η Τελευταία πνοή εκτυλίσσονται σε βινιέτες που παραχωρούν η μία τη θέση της στην επόμενη και συνιστούν τη συμμόρφωση ή την άρνηση του τέλους, μια ανάσα πριν από αυτό· άλλοτε με καρτερία και κυνισμό, σαν να έχεις επίγνωση της ειρωνείας της ίδιας της ζωής, και άλλοτε με τον φόβο που τρομάζει τον διανοητή Φαμπρίς στο συμπυκνωμένο του ταξίδι στην άκρη της έμπνευσης, στην ταχύρρυθμη προετοιμασία του για τον άλλο κόσμο, σε περίπτωση που το μικρό σημάδι της φθοράς στο σώμα του πάρει μια κακοήθη τροπή. Κυρίως ανοίγουν την κουβέντα για ένα από τα μεγάλα ταμπού, μιλώντας τη συμφιλίωση με αυτό που η κοινωνία έχει μάθει να αποφεύγει ως σκέψη και να τακτοποιεί στην πράξη εθιμοτυπικά, μοιρολατρικά, ηττημένα.

 

Με τρόπο περισσότερο γουντιαλενικό παρά χαρακτηριστικό της νευρώδους φιλμογραφίας του και της επείγουσας προβληματικής του, ο Κώστας Γαβράς φανερώνει μια φιλομαθή διάθεση ακόμη και σε αυτή την ηλικία (ο ίδιος συνδέει την ηλικία του με την επιλογή να μιλήσει για τον θάνατο στην κινηματογραφική γλώσσα και να μοιραστεί παρηγορητικά φόβους και ανησυχίες με το κοινό). Δεν είναι ακριβώς πρόθεσή του ή δική του δουλειά να μας καθησυχάσει, αλλά λειτουργεί ως διαβιβαστής της ανάγκης για μια τελευταία πράξη προσωπικής επιλογής, δίνοντας σημασία στους όρους που θέτει ο πρωταγωνιστής στην επιθυμία του να παρέμβει στο μοιραίο και να οργανώσει την τελική απόφαση.