Έχουμε γράψει αρκετές φορές τελευταία ότι βρίσκουμε πάρα πολύ αναζωογονητικό αυτό το (σχετικά) νέο ρεύμα στο φεστιβαλικό σινεμά, όπου οι δημιουργοί, αντί της συνήθους οδού του κοινωνικού ρεαλισμού, που συχνά φορά την αφτιασίδωτη όψη της ως κινηματογραφικό παράσημο αντί για πλημμέλημα, επικαλούνται φόρμα και μοτίβα του σινεμά είδους, αντλώντας σασπένς από την καθημερινότητα του υποκειμένου τους. Φυσικά, οι Νταρντέν, πρωτεργάτες του πρώτου τύπου σινεμά, αντιλήφθηκαν αρκετά νωρίτερα ότι απαιτείται εξέλιξη και προσάρμοσαν τα σενάρια και τη φιλοσοφία του σινεμά τους αναλόγως, με αποτέλεσμα να πιάσουν τη δημιουργική κορύφωσή τους με το «Παιδί» και το «Δυο μέρες, μια νύχτα», δυο ταινίες που φλέρταραν (και) με μια «φεστιβαλική» εκδοχή σινεμά είδους – δυστυχώς, οι μιμητές καθυστέρησαν δραματικά. 

 

Κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα πούμε εμείς, με την «Ιστορία του Σουλεϊμάν» να αποτελεί ακόμα μία στέρεα, καλοδεχούμενη, κοινωνικά ενσυνείδητη προσθήκη στο ρεύμα. Ο κεντρικός χαρακτήρας γυρίζει με το ποδήλατό του το Παρίσι, παραδίδοντας γεύματα, ως μέρος και θύμα ενός νέου τύπου εργασιακής σχέσης (ή εκμετάλλευσης) που στηλίτευσε πρόσφατα ο Κεν Λόουτς με το «Sorry we missed you». Σε ένα 48ωρο έχει συνέντευξη για την άδεια παραμονής που για να την πάρει πρέπει πρώτα να αποστηθίσει την «ιστορία» του – μια ιστορία αρεστή στην επιτροπή που θα τον εξετάσει, δηλαδή.  

 

Δίχως να κινηματογραφούνται με τρόπο που να του στερούν τη γοητεία τους, οι παριζιάνικοι δρόμοι γίνονται αφιλόξενοι για τον ήρωα εξαιτίας εχθρικών βλεμμάτων και συμπεριφορών και ενός καλογραμμένου σεναρίου που θέτει τα εμπόδια επιμελημένα, χωρίς να προσφεύγει σε δραματικά απρόοπτα εξαιρετικού χαρακτήρα – είπαμε, το ρεύμα θέλει τη θριλερική σύμβαση να προκύπτει μέσα από την καθημερινότητα του εργαζομένου. Στο βλέμμα του (έκτακτου) Αμπού Σανγκαρέ αποτυπώνεται γλαφυρά η αγωνία κι αν ο Μπορίς Λοζκίν είχε σφίξει λίγο ακόμα τους ρυθμούς, θα είχε κατoρθώσει το φιλμικό ανάλογο μιας κρίσης πανικού, που σε σημεία πετυχαίνει να αποδώσει. Έστω κι έτσι, πρόκειται για σινεμά απαραίτητο και εύκολα προσβάσιμο σε κοινό ευρύτερο των φίλων της επονομαζόμενης art house σκηνής.