Ένας ιδιοκτήτης γκαλερί και ένας ζωγράφος, που κάποτε συγκαταλεγόταν στους καλύτερους της γενιάς του, πρωταγωνιστούν σε μια σάτιρα του χώρου της τέχνης, όπως αυτός καθορίζεται μέσα από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα που συνθέτουν, ανεβάζουν και κατεβάζουν καριέρες, συναλλασσόμενα με το φιλότεχνο (αλλά στ' αλήθεια άτεχνο) κοινό, ειδικά αυτό που δύναται να πληρώσει αδρά για μια αισθητική αναβάθμιση που συνάμα είναι και καλή επένδυση.

 

Οι δυο τους γίνονται πρωταγωνιστές ενός υπαρξιακού buddy movie που δεν διστάζει να τοποθετήσει το εμπόριο τέχνης και την απάτη στο ίδιο πεδίο, σε βαθμό που να συμπίπτουν και να μην υπάρχει πια κάτι μεμπτό στη δεύτερη λέξη.

 

Το βασικό μειονέκτημα της ταινίας του Αργεντινού Γκαστόν Ντουπρά είναι πως η αφήγηση, αν και κωμική κατά βάση, παρουσιάζεται με μια ροπή προς το σασπένς, το οποίο δεν πετυχαίνει ποτέ λόγω των προβλέψιμων επεισοδίων της ιστορίας – σχεδόν ό,τι συμβαίνει είναι εμφανές αρκετές στιγμές νωρίτερα πως θα συμβεί. Φοβούμενο ίσως να παρουσιάσει μια καθαρή κωμωδία, το φιλμ γίνεται περισσότερο επεξηγηματικό, φλύαρο και σοβαρό απ' όσο έπρεπε, διατηρώντας πάντως στη μεγαλύτερη διάρκειά του το πνευματώδες χιούμορ ως βασικό ατού.