Το στήσιμο, ή set up αν προτιμάτε, της ταινίας Επικίνδυνες Μαγειρικές είναι εξαιρετικό, όπως και η ισορροπία του σεναριακού παιχνιδιού του απρόσμενου τρίο, όπου πρωταγωνιστούν δυο άνδρες, η φιλοσοφία της γεύσης και μια θηλυκή προβολή της ερωτικής επιθυμίας με αινιγματική καταγωγή. Ένας σεφ κι ένας καραβομάγειρας βρίσκονται αντιμέτωποι με μια γυναίκα που φαίνεται να τους αποθεώνει ερωτικά και να επιβεβαιώνει τα ιδιαίτερα ταλέντα τους στη μαγειρική.

Ο Δαμοκλής είναι κοσμοπολίτης, σεφ υψηλού γούστου, που αποφασίζει να αγκαλιάσει τις ρίζες του, να ζήσει μια λιγότερο περίπλοκη ζωή, να μεταφέρει τις γνώσεις του σε ένα βιβλίο, να ρίξει άγκυρα. Ο Δημήτρης είναι μάγειρας σε ποντοπόρα πλοία, εμπιστεύεται τα βασικά υλικά και τις πιο παραδοσιακές γεύσεις, είναι έξω καρδιά και απλός στην ψυχοσύνθεσή του. Οι δυο τους μένουν σε γειτονικά διαμερίσματα και μοιράζονται την ίδια γυναίκα, τη Νανά, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Η γυναίκα-μυστήριο είναι εντυπωσιακή, φιλήδονη, μια οπτασία με σάρκα και οστά που απολαμβάνει τη γαστρονομική και ερωτική ιεροτελεστία που της παρέχουν οι δυο απίθανα διαφορετικοί εραστές της.

Τα πράγματα σοβαρεύουν όταν οι δυο άνδρες γνωρίζονται τόσο ώστε να αντιληφθούν πως μοιράζονται την ίδια γυναίκα και δεν αντέχουν στην ιδέα της κοινοκτημοσύνης. Στο μεσοδιάστημα, ο σκηνοθέτης Τσελεμέγκος εγκαθιστά το περιβάλλον με άνεση και πλαστικότητα στις κινήσεις της κάμερας και οπτικό γούστο στη σκηνογραφία και τον φωτισμό. Η εισαγωγή στους χαρακτήρες είναι ελαφρώς προβληματική: Η Κάτια Ζυγούλη, ένα σπάνιο μείγμα εξωτικής και αυθεντικής Ελληνίδας, «έχει» από την αρχή το περπάτημα και το στήσιμο μιας λακωνικής σφίγγας που κόβει την ανάσα, αλλά εκφέρει τις περιεκτικές λεκτικές της αντιδράσεις με αστάθεια και διστακτικότητα, ψαλιδίζοντας έτσι το συναρπαστικό στοιχείο που προκύπτει από την υπόσχεση που αφήνει να πλανιέται, ενώ ο Γιώργος Χωραφάς, τέλειος στο φιζίκ και τη συμπεριφορά στον ρόλο του σοφιστικέ Δαμοκλή, είναι αμήχανος ως προς την ελληνικότητα του χαρακτήρα.

Αποτέλεσμα: το πρώτο ημίωρο χωλαίνει, και μόνο μετά τη δυναμικότερη είσοδο του Μαρκουλάκη στο προσκήνιο το έργο έρχεται στα ίσα του και αποκτά ενέργεια και φυσικότητα. Η Ζυγούλη λειτουργεί καλύτερα μαζί του και ο Χωραφάς παίζει αποτελεσματικότερα απέναντί του. Όποτε το χιούμορ κερδίζει έδαφος, οι Επικίνδυνες Μαγειρικές κερδίζουν πόντους, σε βαθμό που ίσως και να ήταν καλύτερα να είχε επιλεγεί ένας πιο ευθύς κωμικός τόνος από την αρχή για να λύσει την έκφραση και να δώσει ζωή στη θεωρητικοποίηση της γεύσης και τον εγκεφαλικό χαρακτήρα της ερωτικής διαδρομής (που περνάει από το στομάχι, φυσικά, αλλά δεν καταλήγει σε μια εύκολη συμβίωση). Ο σκηνοθέτης δεν μένει στο περίγραμμα: δείχνει να κατανοεί τη σημειολογία της ταινίας του, αλλά του διαφεύγει το βάσανο των ανθρώπων που ποθούν και πάσχουν. Ίσως γι' αυτό οι συγκεκριμένες Μαγειρικές δεν είναι και τόσο Επικίνδυνες.