Κάθε μέρα, η Αλεξάνδρα, ο Βλαντ, η Χρύσα και η υπόλοιπη παρέα μαζεύονται μπροστά από το σπίτι του Χρήστου για να παίξουν ποδόσφαιρο μέχρι το βράδυ. Μόλις ξεκινήσουν το παιχνίδι, οι γείτονες αρχίζουν να διαμαρτύρονται, να φωνάζουν και να προσπαθούν να τους σταματήσουν με απειλές ή ακόμα και με τη βία. Μοιάζει να μην υπάρχει λύση στο πρόβλημα, καθώς δεν έχουν πού αλλού να παίξουν.

Η Αλεξάνδρα πιστεύει πως πρέπει να βρεθεί ένας χώρος όπου θα μπορούν να παίζουν ελεύθερα και χωρίς να κινδυνεύουν. Αποφασίζει να μιλήσει στον δήμαρχο της πόλης τους. Ανακοινώνει την ιδέα της στα υπόλοιπα παιδιά, ζητώντας τους να της συμπαρασταθούν. Η παιδική επιτροπή συνεδριάζει και μέσα από διασκεδαστικές απόψεις, τσακωμούς και αρκετές αμφιβολίες αποφασίζουν να πάνε όλοι μαζί στο δημαρχείο και να παρουσιάσουν το πρόβλημά τους. Ζητούν να δημιουργηθεί ένας χώρος παιχνιδιού σε ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο της γειτονιάς.

Η ταινία είναι μια μικρογραφία Ντίκενς, με τα παιδιά να αναλαμβάνουν ρόλους μεγάλων: η δικηγόρος, η κοινωνική λειτουργός, ο μετανάστης και ο μικρός που συχνά χρησιμεύει ως comic relief στη σοβαρότητα και τον ανταγωνισμό των δυο κοριτσιών. Παραμένουν, ωστόσο, παιδιά και διεκδικούν το δικαίωμά τους στο παιχνίδι με μαχητική νοοτροπία, σε μια γειτονιά όπου η βία, το ψυχολογικό άδειασμα και η περιφρόνηση σοκάρουν - πού βρέθηκαν τόσες σκύλες στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο, πλάκα μας κάνουν;

Τα Παιδία δεν παίζει είναι η ανάποδη πλευρά της οικόσιτης απομόνωσης των παιδιών της πόλης, ως ταινία θα μπορούσε να είναι πιο μαζεμένη και παραδίδει το μήνυμά της με σαφήνεια. Αφού τελείωσε, ο καλόκαρδος δήμαρχος έκανε το αίτημά τους δεκτό.