Ο Σταυρακομαθιακάκης -μετά τη μυστηριώδη απαγωγή της προστατευόμενής του 12χρονης ορφανής Πακιστανής Noori- εγκαταλείπει τον Ψηλορείτη και, ακολουθώντας τα ίχνη της, εισβάλλει εν μέσω κρίσης στην πρωτεύουσα. Εκεί, ο Παρλαβάντζας κι ο σεφ του, Παπαδάκης, αγωνίζονται να περισώσουν την αλυσίδα ανατολίτικων ταχυφαγείων Sevdali. Ο χακεράς κι Ρομπέν των Ραφιών, Νάκος, προσπαθεί ν’ αφυπνίσει το περί δικαίου αίσθημα των συμπολιτών του, ενώ ο νεοεκλεγείς δημοτικός σύμβουλος Καλούρης αγωνίζεται ν’ αναβαθμίσει την αισθητική της πόλης. Τέλος, ο περιζήτητος γκουρού Τζιμπιτζίδης πασχίζει ν’ ανεβάσει την αυτοεκτίμηση των οπαδών του και του υπουργικού συμβουλίου, μέλος του οποίου είναι η «πρώην» του και νυν υφυπουργός Μαριαλένα.
Ο Νίκος Περάκης γυρίζει μια καθαρά πολιτική ταινία, ένα σατιρικό, βαρύ σχόλιο για την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί, χρησιμοποιώντας τους χαρακτήρες των Σειρήνων στο Αιγαίο, τους οποίους προσγειώνει σε μια βαριά πραγματικότητα. Οι Σειρήνες στη Στεριά δεν είναι κινηματογραφικό σίκουελ της πιο εμπορικής ελληνικής ταινίας όλων των εποχών, αλλά μια πολύ πιο δύσκολη αποστολή: να μπορέσει να καταγράψει τη λούφα και παραλλαγή που υπάρχει στο DNA και πυροδοτείται ανά πάσα στιγμή, και δεν χρειάζεται στολή για να εκδηλωθεί. Σε διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους, οι ήρωες είναι μπερδεμένοι και μάλλον ανήμποροι ν’ αντιδράσουν με ψυχραιμία και αποτελεσματικότητα. Πλήττονται από προσωπική και συλλογική απαξίωση και παλεύουν, εξού και το τραγούδι «Αξίζω» αλλά και ο Τσιμιτσέλης ως γκουρού αυτοβοήθειας για πιστούς και το υπουργικό συμβούλιο. Πρόκειται για μια τολμηρή απόπειρα, που ενδέχεται σοβαρά να ξενίσει όσους πάνε να δουν την ταινία για να χαχανίσουν - όχι πως λίγο χιούμορ παραπάνω δεν θα βοηθούσε στην ισορροπία του φιλμ. Παρά τις φιλόδοξες προθέσεις της και το πολύ ενδιαφέρον εύρημα της μικρής Πακιστανής, προστατευόμενης του Αυγουστίδη, η «απαγωγή» της οποίας κινεί δραματικά το φιλμ κι ενώνει όλους τους πρωταγωνιστές με μια κόλλα συγκίνησης, τα κίνητρα των περισσοτέρων φαίνονται κάπως ελλιπή και υπερβολικά, όπως, για παράδειγμα, του τρελαμένου χακερά Νάκου. Η ευαισθησία των γυναικείων ρόλων χάνεται από μια ασταθή κατεύθυνση στην υποκριτική γραμμή, ενώ απ’ τους άνδρες ξεχωρίζει άνετα ο Ορφέας Αυγουστίδης σε μια ξενόγλωσση ερμηνεία που παρακολουθείται με υπότιτλους, ο κρητικός Σπιθόλιοντας, που μιλάει σαν Σκωτσέζος σε μια παρέα Άγγλων, αλλά με κάποιον μαγικό τρόπο οι φίλοι του είναι οι μόνοι που τον καταλαβαίνουν απόλυτα. Κάπου εκεί συνοψίζεται η ταινία: μια παρέα που πασχίζει να κάνει το καλό στο εκπτωτικό χωριό που ονομάζεται Αθήνα.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0