Αν αξίζει να σημειωθεί η εξέλιξη του γυναικείου σώματος στο είδος του horror, από την καταπίεση στα όρια του εξευτελισμού ως τη διάθεσή του κατά βούληση, το Raw είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της σημαντικής προόδου στον 21ο αιώνα. Κατειλημμένη από ένα ανεξήγητο κακό, η Ρίγκαν υφίσταται ταπεινωτικές δοκιμασίες ιατρικών πειραματισμών μέχρι να εξαγνιστεί από τον Εξορκιστή – το Κακό που τη δαιμόνισε μπορεί να αναγνωσθεί ως ακραία αντίδραση στην εφηβική αφύπνιση. Η Ρόζμαρι κυοφορεί το μωρό του Σατανά, την ίδια στιγμή που ο ηθοποιός σύζυγός της ντιλάρει την καριέρα του με τους γείτονες που καραδοκούν στο διπλανό διαμέρισμα και κάνουν τα πάντα να γεννηθεί σωστά ο διάδοχος. Άλλο ένα θηλυκό θύμα σε μια συνωμοσία εναντίον της γυναικείας φύσης. Η Ντικουρνό προχωράει αρκετά στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο (σε δικό της σενάριο) και φαίνεται να εμπνέεται από μια παραγνωρισμένη millennial ταινία τρόμου, το Ginger Snaps του Τζον Φόσετ. «Τζίντζερ, τι μου συμβαίνει; Κάτι δεν πάει καλά και δεν έχει απλά να κάνει με γυναικεία θέματα. Μπορείς να με βοηθήσεις» ρωτάει απεγνωσμένη η Μπριζίτ την αδελφή της, για να πάρει την απάντηση: «Δεν λέει να βγάλω τρίχες στο στήθος, Μπριζίτ, that's fucked!».

 

Στο συνηθισμένο περιβάλλον της ανταγωνιστικής κοινωνικοποίησης ενός σχολείου οι δράστες του Raw αντιστέκονται μοιραία και δολοφονικά.

 

Ο σφοδρός ανταγωνισμός μεταξύ δύο αδελφών στην εφηβεία, που μετατρέπεται σε συμμαχία μπροστά στην έξωθεν απειλή, είναι το κεντρικό θέμα αυτής της ιστορία λυκανθρωπισμού που ακολουθεί και ανανεώνει, προς το φεμινιστικότερο, τη σταδιακή χρήση του σώματος ως εργαλείου μεταμόρφωσης, συνεπώς ως υποείδους στο ευρύτερο genre του τρόμου και της φρίκης. Στο Raw ξαναβρίσκουμε δύο αδελφές σε εύθραυστη ισορροπία και παράξενη, εμπόλεμη διάθεση. Η μία φοιτά ήδη σε μια σχολή Κτηνιατρικής και η μικρότερή της αδελφή έρχεται ως πρωτοετής και ανακαλύπτει πολύ σύντομα πως είναι υποχρεωμένη να υποστεί ένα τελετουργικό μύησης στην ακραία σαρκοφαγία, πράγμα εξαιρετικά δυσάρεστο γι' αυτήν, αφού είναι χορτοφάγος από μικρή. Διαφαίνεται η παλιά τους αγάπη, η συνωμοτικότητα που της έφερνε κοντά, αλλά ο ιστός πλέον κρέμεται από μια κλωστή και οι εκρήξεις σταδιακά δυναμιτίζουν τους δεσμούς αίματος, με το διακύβευμα να είναι το ίδιο... το αίμα. Η απώλεια της παρθενίας, της αθωότητας και της παιδικής εμμονής στην αγνότητα είναι μόνο η αρχή. Ως άλλη «Κάρι» του Ντε Πάλμα, με το ζωικό αίμα να ρέει προς πάσα κατεύθυνση, η Ζιστίν ξεκινά από την αναγκαστική βρώση του συκωτιού ενός κουνελιού, στο οποίο αντιδρά, φυσιολογικά, πολύ άσχημα, για να αντιληφθεί πως οι ιδεαλιστικές της πεποιθήσεις είναι μόνο μια ιδεοληψία, σαν παιδική ασθένεια. Η Κτηνιατρική Σχολή, στην οποία φοίτησαν και οι προστατευτικοί γονείς της, λειτουργεί ως πλατφόρμα προσωπικής συνειδητοποίησης αλλά και απελευθέρωσης. Εκτός από το προφανές του σεξουαλικού συμβολισμού, η Ντικουρνό μιλάει για τη βία ως προνόμιο και ασπίδα των γυναικών σε μια ταινία που αψηφά την εύκολη κατηγοριοποίηση και σαν το Άσε το κακό να μπει δεν κολλάει σε στεγανό σενάριο και στα καθαρά είδη αλλά τα αναμειγνύει κάτω από την ομπρέλα μιας μαύρης κομεντί τρόμου, για να αφηγηθεί την ιστορία μιας (ακόμη) ενηλικίωσης, που όμως συντελείται στο μεταίχμιο της επιθυμίας και της πρόθεσης, σαν ψυχεδελικός εφιάλτης που βουτάει στο ταμπού του κανιβαλισμού. Στο συνηθισμένο περιβάλλον της ανταγωνιστικής κοινωνικοποίησης ενός σχολείου οι δράστες του Raw αντιστέκονται μοιραία και δολοφονικά.