Όταν ο Τεντ Κρόφορντ ανακαλύπτει πως η νεαρότερη σε ηλικία γυναίκα του Τζένιφερ τον απατά, σχεδιάζει την (τέλεια) δολοφονία της. Την πυροβολεί και αμέσως φτάνει στον τόπο του εγκλήματος ένας αστυνομικός που μπαίνει στο σπίτι ως διαπραγματευτής και σοκάρεται όταν βρίσκει τη σύζυγο του Κρόφορντ, αλλά διόλου τυχαία και δική του ερωμένη, ακόμη ζωντανή σε μια λίμνη αίματος. Ο δράστης παραπέμπεται σε δίκη και ένας ανερχόμενος δικηγόρος, ο Μπίτσαμ,αναλαμβάνει μια φαινομενικά εύκολη υπόθεση. Ο Μπίτσαμ όμως δεν είναι αρκετά προετοιμασμένος γιά ένα σκακιστικό νομικό παιχνίδι και για να κερδίσει πρέπει να σπάσει τον κώδικα ηθικής και νομικής δεοντολογίας, ριψοκινδυνεύοντας παράλληλα την προαγωγή που τον περιμένει σε μεγάλη ιδιωτική εταιρεία. Ο Κρόφορντ απαλλάσσεται και ο Μπίτσαμ γίνεται ρεζίλι -αντιμετώπισε πρόχειρα και παιδιάστικα μια υπόθεση πονηρή και «αντρική», παρά τις μεταφορικές προειδοποιήσεις του ίδιου του Κρόφορντ. Σε μια παραλλαγή της Σιωπής των Αμνών, ο Χόπκινς υποδύεται ένα «τέρας» με ψυχραιμία και προσήνεια στους τρόπους και στο παρουσιαστικό, θυμίζοντας κατά τόπους τον κλασικό Χάνιμπαλ, με την απαραίτητη ευφυΐα να αυτοσυγκρατηθεί για να μην καταλήξει σε επανάληψη και γκροτέτσκο. Ο υποψήφιος για Όσκαρ Γκόσλινγκ τον κοντράρει με όπλα την αλαζονεία του χαρακτήρα που ενσαρκώνει και το νατουραλισμό στο υποκριτικό του ύφος. Επιδίδεται σε κάποιες περιττές αμερικανικές γκριμάτσες, αλλά αντισταθμίζει ψυχαγωγικά το παγωμένο ύφος του Χόπκινς. Ένα δραματικό θρίλερ που ξεκινάει με έναν αναπάντεχο φόνο και τελειώνει με μιά απρόσμενη δίκη. Οι όροι της τυποποιημένης δικαστικής ταινίας μπερδεύονται με αποτελεσματικότητα και ενώ πρόκειται για μια ταινία με τρύπες παρόμοιες με εκείνες του διάτρητου κράτους δικαίου που επιτρέπει σ' έναν δολοφόνο να κυκλοφορεί ελεύθερος, της επιτρέπει ανάλογα να είναι αξιοπρόσεκτη και διασκεδαστική, χωρίς τα αναμενόμενα λογίδρια προς ενόρκους και τα χιλιοειδωμένα κλάματα προς τα θύματα.