Για να μην υπάρξει μπέρδεμα, αυτή εδώ η ταινία δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστήΟμίχλη του Κάρπεντερ. Μιλάει για μια ομάδα ανθρώπων που εγκλωβίζονται σε ένα σουπερμάρκετ όταν ένα απειλητικό πούσι έχει πυκνώσει στην περιοχή του Όρεγκον και τρομακτικά πλάσματα καταβροχθίζουν όποιον τολμάει να ξεμυτίσει. Ένας μπαμπάς με το αγόρι του είναι το κλασικό alpha maleπου ξεκινάει μια προσπάθεια διάσωσης, αλλά οι ενδείξεις δεν τον ευνοούν και πολύ γρήγορα μια παραληρηματική θεούσα παρασύρει τους περισσότερους από τους «φυλακισμένους», αποδίδοντας τα σημάδια σε θεϊκές εντολές και ανάγοντας τα άγνωστα πλάσματα σε κατάρα και τιμωρία. Oι απειλούμενοι χωρίζονται στα δύο και κάποια στιγμή μαθαίνουμε, από έναν νεαρό στρατιωτικό, πως κάποια πειράματα στην περιοχή απελευθέρωσαν έναν κόσμο που κανείς δεν φανταζόταν πως υπήρχε.

Αν και η νουβέλα του Κινγκ γράφτηκε παλιότερα, εφαρμόζεται άνετα σε διαχρονικό επίπεδο: οι λογικοί εναντίον των δογματικών, οι αριστερότεροι κόντρα στη μάζα των αγράμματων, οι ανθρωπιστές εναντίον των σκοταδιστών. Η απειλή βγάζει το κτήνος στην επιφάνεια και ο φόβος οδηγεί σε πρωτογονισμό. Ακροθιγώς αναφέρεται το ζήτημα του πολιτισμένου ανθρώπου, αν δηλαδή είμαστε ευγενικοί από τη φύση μας ή αν τα πραγματικά ένστικτά μας είναι ζωώδη και δολοφονικά. Φυσικά, τα τέρατα από την πύλη της κολάσεως μπορούν να εκληφθούν ως ψευδαισθήσεις που δρουν καταλυτικά, ως ορός αλήθειας για μας που τα βιώνουμε. Και φυσικά, όπως σε κάθε ενδιαφέρουσα ταινία επιστημονικής φαντασίας, τα τέρατα σωματοποιούνται και οι τρομοκρατημένοι ήρωες τα βιώνουν κανονικά. Επίσης, όπως συνήθως συμβαίνει στα βιβλία του Στίβεν Κινγκ, το κακό, εκτός από αμφίπλευρο, είναι καταληπτικό αλλά αμφίσημο: προκύπτει σταδιακά, σαν ψυχική ασθένεια, και υφίσταται στη λεπτή διαχωριστική γραμμή της φαντασίας των αναγνωστών και της αλήθειας των πρωταγωνιστών (πώς άνοιξε η πόρτα του ψυγείου, και ποιος την άνοιξε, στη Λάμψη, ακόμη το ψάχνουμε...).

Στην Ομίχλη, τα σκηνοθετικά όπλα είναι πολλά. Το αόρατο υλικό της προξενεί το φόβο του άγνωστου. Το έμψυχό της περιεχόμενο, δηλαδή τα θανατηφόρα εντομοειδή, γκαζώνουν το σασπένς και προκαλούν τρόμο. Η παρουσία της τρελαμένης γυναίκας που κηρύσσει το μίσος στο όνομα του Θεού δρα αποπροσανατολιστικά και μπερδεύει τη συντονισμένη δράση, όπως λογικά συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες του είδους (βλέπε Το Ξύπνημα των Νεκρών). Βασικό επίσης: ο πρωταγωνιστής δεν τυχαίνει της συνολικής αποδοχής και ενώ θα έπρεπε να είναι αυτοδικαίως ο Μωυσής που θα δώσει τις εντολές στο αποδιοργανωμένο πλήθος και θα χωρίσει τις θάλασσες για να το περάσει στην αντίπερα όχθη με ασφάλεια, όχι μόνο δεν τα καταφέρνει, αλλά δεν είναι σίγουρο αν δύναται να περισώσει ό,τι απέμεινε από την οικογένειά του. Τέλος, υπάρχει το μυστικό. Ύστερα από τον μετα-αποκαλυπτικό εφιάλτη, περιμένουμε την αποκάλυψη του αινίγματος και την τοποθέτησή του σε μια στέρεα βάση, αλλά ο Ντάραμποντ δεν μας κάνει τη χάρη. Πάει συνεχώς και αθόρυβα κόντρα στα κλισέ του είδους, για να φτάσει στο φινάλε, όπου καρφώνει το ύστατο σωσίβιο της θρησκευτικής πίστης, την ελπίδα, με έναν φαρδύ πάσσαλο, εξορκίζοντας τις αυταπάτες μιας εύκολης λύσης.

Δεν πρόκειται για μια κλασική ταινία τρόμου ή μια τυπική επιστημονική φαντασία ή μια φτηνή αλλοδαπή ταινία φιλοσοφικού προβληματισμού με φόντο κάποια σχηματικά τέρατα. Είναι λίγο απ' όλα και πολύ Στίβεν Κινγκ, με έναν σκηνοθέτη που πιστεύει στο θέμα του, εμμένει στο χειρισμό και επανέρχεται σε φόρμα, μετά το απερίγραπτο φέσι του The Majestic, μια από τις πιο κουραστικά πομπώδεις και άσκοπες ταινίες της τελευταίας δεκαετίας, μαζί με τοMeet Joe Black. Στο Τελευταία Έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ, είχε ερευνήσει πιο διεξοδικά το αγαπημένο του εδάφιο, τους απογοητευμένους ανθρώπους που κάμπτονται (ήταν φοβερός και ο Μόργκαν Φρίμαν) και στο Πράσινο Μίλι ευνοήθηκε από μια πλουσιότερη παραγωγή. Εδώ γίνεται πιο προσωπικός και αφήνει ένα στίγμα. Αν αποσπούσε και καλύτερες ερμηνείες, θα μιλάγαμε για σπουδαία ταινία.