Η αισθητική ιδιαιτερότητα της ταινίας, όπως τη συνέλαβε και την εκτέλεσε ο πρωτοεμφανιζόμενος Αλέξης Αλεξίου, είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ιστορίας 52, καθώς επίσης και το απογυμνωμένο, καθόλου γραφικό ή ελληνικό ντεκόρ της κλειστοφοβικής ταινίας του, που διαδραματίζεται σχεδόν εξολοκλήρου σε ένα διαμέρισμα που θυμίζει Ντέιβιντ Λιντς στη χαλκοπράσινη παρακμή της κατασκευής και την εμμονή σε κάποια αντικείμενα που παίζουν το ρόλο τους. Κάπου εκεί σταματάνε οι ομοιότητες ή οι επιρροές, αν θέλετε, του κόσμου του Αλεξίου με ένα λιντσικό σύμπαν πολύ πιο βαθύ και ευρύ, που δε σταματάει σε ένα φετίχ ή μια ψύχωση, αλλά αποκτά συνεχώς νέες διαστάσεις, διογκώνεται και ακολουθεί μια ονειρική λογική πέρα από τη συνηθισμένη τάξη με την οποία αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα. Για παράδειγμα, ο Αλεξίου προσπαθεί να βοηθήσει τους θεατές στη χαρτογράφηση της πλοκής, υπενθυμίζοντάς τους πως ο Ιάσονας ξαναπιάνει το μίτο από την αρχή ή περίπου από τη μέση. Αναρωτιέμαι αν ο σκηνοθέτης το κάνει για να μην ταυτίσει την ταινία με το είδος της στενής και στεγνής σπαζοκεφαλιάς, εφόσον η πρόθεσή του είναι να μιλήσει για μια περιπέτεια χωρισμού. Δεν χρειαζόταν να το κάνει αυτό με φανερά σήματα. Το αποτέλεσμα θα ήταν πιο ορατό αν ξεκαθάριζε τον πρωταγωνιστή από την ψυχική του αμφιβολία, τον τοποθετούσε πιο καθορισμένα στο είδος της φαντασίας που θα επέλεγε (συναισθηματικός εφιάλτης, ψυχοπάθεια, μεταφυσικό limbo) και φυσικά πετύχαινε μια ικανότερη ερμηνεία από αυτή του κύριου Κακανάκη.

Θυμηθείτε τον κοπετό της Ντερν στο Inland Empire, τον δισυπόστατο ερωτισμό της Γουότς στην Οδό Μαλχόλαντ, το άχθος του Χερτ στον Άνθρωπο Ελέφαντα, από έναν σκηνοθέτη που εξάγει συναισθηματικές εκρήξεις ολκής από τους ηθοποιούς του, σεβόμενος τη σύμβαση του ρεαλισμού μέσα σε ένα απροσδόκητο περιβάλλον. Το πρόβλημα της Ιστορίας 52 είναι η θολή αφήγηση, το παιχνίδι ανάμεσα στη ρεαλιστική σειρά των γεγονότων και τη φαντασία ενός πιθανώς σχιζοφρενούς ήρωα. Αν όντως αυτά που βλέπουμε πως συνέβησαν δεν συνέβησαν ποτέ, οι τρύπες στο σενάριο είναι πολλές: Γιατί του φέρονται έτσι οι φίλοι του αν είναι ψυχοπαθής; Και για ποιο λόγο τους βλέπουμε κι εμείς, άρα υπάρχουν σε όλες τις εκδοχές της συνάντησης του Ιάσονα με την Πηνελόπη; Αν ήταν ψυχικά ασταθής σε επικίνδυνο βαθμό, θα έπρεπε να παρέμβουν πιο δραστικά, αφού τον γνωρίζουν εδώ και 15 χρόνια. Αν όχι, η ταινία θα όφειλε να τους χρησιμοποιήσει διαφορετικά.

Σίγουρα, το κέντρο βάρους είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, η γνωριμία τους και μια σύντομη σχέση που πάει στραβά για πολλούς λόγους. Ο άντρας, ο Ιάσονας, ξαναπαίζει το φιλμ του δεσμού που βίωσε σαν τη Μέρα της Μαρμότας, για να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα, αν και πάντα επικρατεί το μοιραίο φινάλε. Καθ' οδόν ανακαλύπτει την εξέλιξη που επιλέγει να απωθήσει. Όλο αυτό το παιχνίδι, παρά την αναμφισβήτητη ενότητα χώρου και την αλά Φίλιπ Ντικ εκτροπή της μνήμης, κουράζει με την επανάληψη και δεν καταλήγει παρά σε ένα ενδιαφέρον φινάλε, που τριπάρει την αληθοφάνεια, πιέζοντας περισσότερο την εικασία περί πραγματικού και φανταστικού (πόσα από αυτά συνέβησαν στο μυαλό του και ποιος είναι στα αλήθεια ο κόσμος στον οποίο ζει αυτός ο τύπος;). Απάντηση δεν υπάρχει, νομίζω. Το ταξίδι είναι φτιαγμένο με κινηματογραφικούς όρους αρκετά αφομοιωμένους, αν και η ακολουθία του σεναρίου υποκύπτει σε ένα φαντασιακό μπέρδεμα.