Ο Τζον Κραζίνσκι επικυρώνει πανηγυρικά τη μεγάλη υπόσχεση που έδωσε στο Ένα ήσυχο μέρος. Το σίκουελ είναι σκηνοθετικά εξαιρετικό, με τόσο δεξιοτεχνικό τρόπο, που αποσπά πανέξυπνα την προσοχή μας από το γεγονός ότι απλώς ανακατεύει την τράπουλα του πρωτότυπου, χωρίς να προσθέτει καινούργια χαρτιά, να διευρύνει τα θέματα ή να βαθαίνει την ψυχολογία των χαρακτήρων αλλά δημιουργώντας τις προϋποθέσεις και την προοπτική πλοκής για μία ή περισσότερες άξιες συνέχειες της περιπέτειας μιας οικογένειας, τα εναπομείναντα μέλη της οποίας πασχίζουν να επιβιώσουν από την πολλαπλή και ανελέητη επίθεση φονικών τεράτων.

 

Το μεταποκαλυπτικό σκηνικό είναι και πάλι εδώ, η ερειπωμένη χώρα χάσκει αιμόφυρτη και ανήμπορη μπροστά στην αστραπιαία εμφάνιση των εχθρών που δεν βλέπουν τίποτε αλλά αντιλαμβάνονται τον παραμικρό θόρυβο, αντιδρώντας ακαριαία, και οι Άμποτ κρύβονται, όπως όλοι, για να σωθούν, προστατεύοντας το νεογέννητο που η λέαινα Έμιλι Μπλαντ έσωσε με σιδηρά αυταπάρνηση στο πρώτο μέρος. Η κωφή κόρη, η Ρέγκαν της έξοχης Μίλισεντ Σίμονς, χρίζεται πρωταγωνίστρια στη δύσκολη απόφαση της μετακίνησης προς μια κάποια λύση ‒ είναι εκείνη που έδωσε έναν χρόνο πριν από τα γεγονότα τη σωτηρία της υψηλής συχνότητας μέσω του κοχλιακού εμφυτεύματός της και τώρα αποκρυπτογραφεί το νόημα του τραγουδιού «Beyond the sea» που ακούγεται σε λούπα από μακριά.

 

Έχει προηγηθεί ένα φλασμπάκ στο ξεκίνημα της ταινίας, με σύντομη εμφάνιση του Κραζίνσκι, όπου παίρνουμε ένα δείγμα της έλευσης των εξωγήινων επισκεπτών, και εισάγεται ο χαρακτήρας του φίλου και γείτονα Κίλιαν Μέρφι, ζωτικής σημασίας για την εξέλιξη της υπόθεσης και σίγουρα πιο σχετικός με την οικογένεια, όταν αποκαλυφθούν κάποια μυστικά στο αναπόφευκτο τρίτο επεισόδιο. Ο Αμερικανός ηθοποιός, κωμικός και σκηνοθέτης ακονίζει το ταλέντο του στο horror timing, σταματώντας τον χρόνο και την ανάσα με την εναλλαγή κοντινών στα έντρομα πρόσωπα, τις σιωπές, τα υποκειμενικά και τα γενικά πλάνα, δημιουργώντας ηλεκτρική ένταση.

 

Το Ένα ήσυχο μέρος 2 είναι το ευεργετικό αντίθετο της άλογης φασαρίας που κυριαρχεί στα blockbusters (έχει νόημα η παρατήρηση, αφού την παραγωγή συνυπογράφει ο άρχων της βαβούρας Μάικλ Μπέι) και του εξαντλητικού και πλέον εξαντλημένου σαδισμού που κατακλύζει τις τυπικές παραγωγές του είδους της φρίκης, αφού δεν αφήνει δευτερόλεπτο από τα μάτια, και κυρίως τα αυτιά του, τους χαρακτήρες και την αλήθεια που βιώνουν στην αγωνία τους, με μοντάζ που σπάει κόκαλα. 

 

(Είδαμε την ταινία σε κλειστή αίθουσα, στην ταιριαστή μεγαλοπρέπεια μιας πραγματικά μεγάλης οθόνης, επτά ολόκληρους μήνες από την τελευταία φορά. Κάθε ήχος μεγεθύνεται, κάθε σιωπή μετατρέπεται σε απειλή και το κιχ κάνει τη διαφορά. Η εμπειρία αποκατέστησε την εμπιστοσύνη μας στη διαφορά τού να βλέπουμε ταινίες από το να παρακολουθούμε σινεμά.)