Συμβαίνουν πολλά στην ταινία της Σουζάνε Μπίερ που κατέκτησε το φετινό ξενόγλωσσο Όσκαρ. Δυο αγόρια, ο «ξένος» Ελίας (σουηδικής καταγωγής) που αποτελεί στόχο νταήδων στο σχολείο, και ο Κρίστιαν που έχασε πρόσφατα τη μητέρα του μετά από μάχη με τον καρκίνο και σταδιακά αποδίδει ευθύνες στον πατέρα για τη στάση του, ωριμάζουν με ιδιόμορφο τρόπο. Αποφασισμένος για εκδίκηση, ο Κρίστιαν αποκαλύπτει πτυχές της προσωπικότητάς του που συνορεύουν με την ψυχοπαθολογία και στην προσπάθειά του να προστατεύσει τον Ελίας τον καθιστά συνένοχο σε επίθεση με αυτοσχέδιο βομβιστικό μηχανισμό. Από την άλλη, οι γονείς του Ελίας είναι απομακρυσμένοι, ψυχικά και γεωγραφικά. Ο πατέρας του είναι γιατρός στην Αφρική και καθημερινά σώζει αμάχους που πέφτουν θύματα ακραίας βίας. Η μητέρα αδυνατεί να αντιδράσει, ενώ ο πατέρας του Κρίστιαν, χαμένος σε ένα βουβό μούδιασμα, δεν υποψιάζεται πως ο μονάκριβος γιος του, ένα έξυπνο και ευαίσθητο παιδί, κρύβει τόση οργή και φλερτάρει με την αυτοκτονία.

Το κομμάτι που αφορά τα δυο παιδιά είναι και το πιο ενδιαφέρον. Εδώ, η βία παίρνει διαστάσεις πραγματικά επικίνδυνες γιατί τα όρια είναι ρευστά, με τη μητέρα και τον πατέρα αντίστοιχα δίπλα αλλά τόσο μακριά από τις απότομες αλλαγές στις προσωπικότητες των γιων τους. Η αφρικανική ιστορία δεν είναι παρά μια σχηματική καταγραφή ενός μοντέρνου ιεραπόστολου, απλή στο στήσιμο και εύκολη στην εφαρμογή. Βιώνοντας την απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης σε μια ρημαγμένη γωνιά του πλανήτη, ο γιατρός οφείλει να δράσει γρήγορα, σχεδόν μηχανικά, και να αφαιρέσει από πάνω του κρίσεις και διακρίσεις - εκτός από μια φορά, που αναγκάζεται να αποφασίσει για το μέλλον του σφαγέα των αμάχων, ενός παντοδύναμου οπλαρχηγού που πρέπει να εγχειριστεί. Με το που γυρίζει σπίτι, ο γιατρός είναι πατέρας και την αμηχανία του ρόλου του φωτίζει σωστά η Μπίερ, εκτός από μια κρίσιμη σεκάνς, όπου πηγαίνει σε έναν υβριστή των δυο αγοριών (και πατέρα του νταή του σχολείου) και τον προκαλεί να τον χτυπήσει, για να αποδείξει πως η χριστιανική άρνηση της διαιώνισης της βίας, δηλαδή η παθητική αλλά προσωρινή στωικότητα, θα μας οδηγήσει σε «έναν καλύτερο κόσμο». Η Μπίερ, ωστόσο, δεν μπορεί να παραγνωρίσει πως ο κόσμος είναι σκατά και όλα τα λάθος συναισθήματα βράζουν και απειλούν να πάρουν ζωές - επομένως, η βιβλική ρήση περί αντεκδίκησης είναι πιο δόκιμη και καταλυτική. Στην προσπάθειά της να συνταιριάξει τις δυο τάσεις μετατρέπει τον γιατρό/πατέρα σε ένα σύμβολο σταθεροποίησης. Παράλληλα, τον καθαιρεί από τον ανθρώπινο ρόλο. Μοιάζει με ενάρετο βράχο, πάνω στον οποίο σκάει μια θάλασσα από ηθικές ακαθαρσίες. Η Μπίερ κλείνει με μια σειρά από χρυσά happy endings, αταίριαστα με το κλίμα της ίδιας της ταινίας, απαλλαγμένα από αμφιβολίες και ερωτηματικά. Τόσα σοβαρά γεγονότα, ένας κυκεώνας προσώπων στο μάτι ενός συναισθηματικού κυκλώνα, με τέτοια κάθαρση;