Στη Βοστώνη, μια πόλη όπου γίνονται 300 ληστείες τον χρόνο, μια σπείρα που «επισκέπτεται» μόνο τράπεζες δρα στη γειτονιά Τσαρλστάουν, ένα άντρο κακοποιών. Αν και αρχηγός μια συμμορίας που αποτελείται από φιλαράκια, ο Νταγκ δεν είναι από την ίδια πάστα με τους συναδέλφους του και αυτό φαίνεται όταν σε μια ληστεία ερωτεύεται μια υπάλληλο που πέφτει θύμα της, και θέλει, αλλά δεν του είναι εύκολο, να αποχωρήσει και να ζήσει τη ζωή του μαζί της, καθώς η σχέση τους παίρνει φωτιά.

Ο Μπεν Άφλεκ σκηνοθετεί για δεύτερη φορά, συνεργάζεται στο σενάριο και πρωταγωνιστεί σε μια περιπέτεια/ερωτικό δράμα που εκτυλίσσεται στη γενέτειρά του, έχοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, καθώς κάνει χρήση της οικειότητας που του παρέχει η πόλη που γνωρίζει και αγαπά. Ο Άφλεκ έχει μεγαλώσει στο Κέμπριτζ, μια ανάσα μακριά από το κακόφημο Τσαρλστάουν, και θέτει το ερώτημα της κληρονομικότητας της βίας. Αν δίνει μια απάντηση, είναι πως ο καθένας κρατάει τη μοίρα στο χέρι του, αλλά ο δρόμος προς την εφαρμογή της θεωρίας θα είναι μακρύς και επίπονος. Όλα αυτά θυμίζουν Σκορσέζε - δεν είναι κακό να δανείζεσαι από έναν μαέστρο.

Η ταινία είναι στέρεα στο κομμάτι της δράσης, λίγο τραβηγμένη στο ερωτικό της θέμα (γι' αυτό και η Ρεμπέκα Χολ μοιάζει λίγο ξεκρέμαστη, καθώς είναι θεατρική ηθοποιός και προφανώς δεν έχει κατανοήσει πλήρως τα κίνητρα του θύματος που ερωτεύεται) και ο Άφλεκ, που επιτέλους παίζει κανονικά, ως ηθοποιός πρώτα απ' όλα, αποσπά μια υπέροχη στιγμή από τον Κρις Κούπερ, τον πατέρα του στη σκηνή της φυλακής, και τον ανεμοστρόβιλο Τζέρεμι Ρένερ, ο οποίος είναι ο καλός του φίλος Τζεμ - αυτός ο άνθρωπος, όπως και στο Hurtlocker, μας πείθει πως έχει γεννηθεί από διαβολικό σπέρμα, ενώ από κοντά, σας διαβεβαιώνω, είναι ευγενικός σαν κορίτσι.