Ο καουμπόης Μπρους Γουίλις και πάλι καλείται να κάνει την υπέρβαση: ζει στο κοντινό μέλλον, όπου οι άνθρωποι βασικά μένουν στο σπίτι τους και όλες τις δραστηριότητές τους αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν ρομπότ με τα εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά τους. Τα ρομπότ ονομάζονται Αντικαταστάτες και δρουν κανονικά αντ' αυτών. Εργάζονται, απολαμβάνουν, πίνουν και τρώνε, την ίδια στιγμή που τα αφεντικά μένουν καλωδιωμένα στο σπίτι τους, σε μια συσκευή που τους κρατάει σε συναισθηματικό, πνευματικό και σωματικό λήθαργο.

Ο αστυνόμος Γκριρ, αποξενωμένος από τη σύζυγό του μετά τον θάνατο του παιδιού τους, καλείται να εξιχνιάσει ένα παράξενο έγκλημα. Ο αφέντης ενός Αντικαταστάτη βρίσκεται δολοφονημένος από ένα άγνωστο όπλο, ικανό να εξολοθρεύσει από απόσταση τον άνθρωπο που έχει στην κατοχή του το ρομπότ. Κύριος ύποπτος είναι ο εμπνευστής της τεχνολογικής επανάστασης, ο οποίος έχει από καιρό απομακρυνθεί από τον κολοσσό που ο ίδιος δημιούργησε και οικουρεί απομονωμένος μετά τον θάνατο και του δικού του παιδιού. Στο ερώτημα ποιος είναι πίσω από μια σειρά εγκληματικών ενεργειών, ο Μπρους πρέπει να βγει από το σπίτι ως κανονικός άνθρωπος, σε έναν κόσμο που έχει καταντήσει ξένος και επικίνδυνος, εκτός από μια μειονότητα που αντιστέκεται στην άνευ όρων παράδοση στις μηχανές.

Το νευρώδες θρίλερ του Μόστοου εγείρει ένα φιλοσοφικό θέμα πίσω από μια καθαρά αστυνομική πλοκή. Το ανθρωποειδές υποκατάστατο δεν είναι μια απιθανότητα αλλά ένα ενδεχόμενο που βρίσκεται προ των πυλών μιας μαλθακής κοινωνίας. Και ενώ το μέλλον μας σταδιακά περιορίζεται στο οικιακό πληκτρολόγιο, οι Αντικαταστάτες πάνε ένα μικρό βήμα παρακάτω και προοιωνίζονται μια διάδοχη κατάσταση πλήρους εξάρτησης από ένα κοσμετολογικά εξελιγμένο μοντέλο μας, που μας δείχνει πιο όμορφους και ευειδείς, ακούραστους και άνετους, έτοιμους να ρίξουμε φραγμούς και ανασφάλειες σε ένα σύστημα που μας εκλιπαρεί να εξαγοράσουμε τα αιώνια νιάτα μας, αποφεύγοντας τους σωρευτικούς πειρασμούς της θλίψης και της ανασφάλειας της αυθεντικότητας. Γι' αυτό και η ροπή της, σκληρής στον πυρήνα της, ταινίας προς το μελόδραμα δεν χρειαζόταν.