Το Nymphomaniac είναι η άγρια και ποιητική ιστορία του ταξιδιού μιας γυναίκας από τη γέννησή της μέχρι την ηλικία των 50 ετών, την οποία αφηγείται ο κεντρικός χαρακτήρας, η Τζo, η οποία έχει αυτο-διαγνωστεί ως νυμφομανής. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, ο ηλικιωμένος γοητευτικός εργένης Σέλιγκμαν ανακαλύπτει τη Τζο κακοποιημένη σε ένα σοκάκι. Την παίρνει μαζί του στο σπίτι του, περιποιείται τα τραύματά της και τη ρωτά για τη ζωή της. Ακούει με προσοχή καθώς η Τζο αφηγείται στα επόμενα οκτώ κεφάλαια τη δαιδαλώδη και περίπλοκη ιστορία της ζωής της, η οποία είναι γεμάτη συνειρμούς και διανθίζεται από περιστατικά. Η ταινία είναι αυστηρώς ακατάλληλη για ανηλίκους.

 

Θα ήθελα να πάρω μια απόσταση από το μάρκετινγκ του πονηρού Δανού, τα κλιμακωτά κλιπάκια από την ταινία, την οργασμική αφίσα, την ιστορία με την κομμένη και την ολόκληρη εκδοχή, την ενιαία προβολή και τη χωρισμένη στα δύο. Το Nymphomaniac που είδα στην οθόνη, τουλάχιστον, το πρώτο μέρος του είναι μια καθαρή ανθολογία Φον Τρίερ, που συνοψίζει τα γνωστά θέματά του, κινείται γύρω από τον άξονα της ηθικής και των τύψεων και ακτινογραφεί τη γυναίκα μέσα στην πολυπλοκότητα της ψυχοσύνθεσής της.

 

Ξεκινάει με ένα βαρύ ροκ των Ραμστάιν ως φόντο μιας σκηνής πιθανής βίας: ο Σέλιγκμαν (Στέλαν Σκάρσγκαρντ) περιμαζεύει την Τζο (Σαρλότ Γκενσμπούρ), η οποία βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το διαμέρισμά του, πεσμένη στο έδαφος, μωλωπισμένη και εγκαταλελειμμένη. Ακολουθεί η αφήγηση της ζωής της με ένα πανέξυπνο στήσιμο. Εκείνη βρίσκεται στο κρεβάτι, παραδέχεται ότι είναι «κακός άνθρωπος» και εκείνος την ακούει σε ένα λιτό, σχεδόν γυμνό δωμάτιο, και φαίνεται να την εξομολογεί, ακριβώς όπως συμβαίνει με τη δαιμονισμένη Ρέγκαν και τον πατέρα Μέριν στον γνωστό Εξορκιστή. Η μάσκα του πόνου της, η ανάρρωση μετά την ένταση, έρχεται σε αντίθεση με τον απαθή, παραιτημένο μεσήλικα. Η Τζο θεωρεί πως τα σεξουαλικά της αμαρτήματα έχουν να κάνουν με τη συνειδητή επιδίωξη της δικής της απόλαυσης σε βάρος των άλλων, ενώ ο προσωρινός σωτήρας της, ο Σέλιγκμαν (Εβραίος, αντισιωνιστής, αλλά όχι αντισημίτης, όπως επισημαίνει ο ίδιος, σε ένα χιουμοριστικό, αυτοβιογραφικό κλείσιμο ματιού του Φον Τρίερ στους οργισμένους διώκτες του) την ακούει με συγκατάβαση και κατανόηση, σπεύδοντας να παραλληλίσει τα κατορθώματά της με φυσικά φαινόμενα και μαθηματικές αναφορές για να την καθησυχάσει αλλά και για να επιβεβαιώσει μια κάποια κοσμοθεωρία του.

 

Ουσιαστικά, ο σκοπός του Λαρς φον Τρίερ είναι να ισορροπήσει το χάος των ενστίκτων και το κομφούζιο των συναισθημάτων με την άλγεβρα και τη φύση, την αρμονία που προϋπάρχει του ανθρώπου και τον ξεπερνά – από το fly fishing με τη στρατηγική του, ως την ακολουθία Φιμπονάτσι και τη διαβολική, κατά τους Καθολικούς, σι ύφεση. Ο Τέρενς Μάλικ αποτυπώνει το υπαρξιακό με ποιητικές εικόνες και αφαίρεση. Ο Δανός το κάνει με στρωτή αφήγηση, κυνικό χιούμορ και μόνιμη αμφιβολία. Δεν εισάγει καινά δαιμόνια αλλά αναρωτιέται και πάλι αν η γυναίκα είναι θύμα μιας στέρεα θεμελιωμένης κατωτερότητας (με το σύνδρομο της Ηλέκτρας να συναγωνίζεται την κοινωνική προκατάληψη) ή ένα παντοδύναμο πλάσμα που ελέγχει τους άνδρες και επικαλείται, όποτε νομίζει, τις αδυναμίες τις για να περάσει στο επόμενο στάδιο. Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς, το «πρόβλημα» που επικαλείται η ταινία δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Δεν είναι κακό για μια γυναίκα να είναι νυμφομανής, ούτε καν να έρχεται σε οργασμό μπροστά στη θέα του νεκρού πατέρα της (μετρήστε τους συμβολισμούς). Το κακό είναι να χρησιμοποιεί την αγάπη που δεν νιώθει για να πει ψέματα και να παραπλανήσει τους αγαπητικούς της, πράγμα που κάνει τον Λαρς φον Τρίερ αισθηματία και ψυχούλα. Αλλά αυτό το ξέραμε από προηγούμενες ταινίες του. Είναι ένας ρομαντικός κατά βάθος, που αγκαλιάζει το μελό ως ανάγκη της ψυχής και ωραία κινηματογραφική λύση, αλλά είναι και αρκετά έξυπνος, ώστε να αναγνωρίζει τους κινδύνους που το απειλούν – κυρίως τον κυνισμό και τη θρησκεία.

 

Επί του θεωρητικού, απόλυτη άκρη δεν θα βγάλετε, αλλά συζήτηση θα προκύψει. Κινηματογραφικά, οι σεξοτυχοδιωκτισμός της Τζο έχει τα πάνω και τα κάτω του (η σεκάνς στο τρένο είναι κόσμημα συγχρονισμού και ακρίβειας, ενώ η σχέση της με τον Σάια Λαμπέφ μπάζει, κυρίως επειδή ο Αμερικανός ηθοποιός δεν πείθει καθόλου). Παρά τη μικρή εκδοχή και το μυστήριο γύρω από το τι περιέχει η κατά μισή ώρα μακρύτερη, σεξ υπάρχει αρκετό, χωρίς να επικεντρώνεται σε πορνογραφική εικονογραφία, παρά μόνο φευγαλέα. Το θέμα δεν είναι η σωματική προβολή αλλά η νοητική διεργασία. Γι’ αυτό και η επιλογή της άγουρης και άπειρης μπροστά στην κάμερα Στέισι Μάρτιν είναι ευφυέστατη, καθώς το ανέκφραστο, απλανές και γεμάτο απορίες βλέμμα της λειτουργεί τέλεια για τη σταδιακή αφύπνιση της μικρής Τζο που γνωρίζει τον κόσμο που κρύβει μέσα της. Την Γκενσμπούρ, φαντάζομαι, θα την εκτιμήσουμε στο δεύτερο μέρος.