Μια πολύ τρυφερή ταινία του Φίλιππου Τσίτου, ουμανιστική κι επίμονη στα ερωτήματα που θέτει περί ηθικής και δικαιοσύνης - όλα μπερδεμένα στην εξίσωση του προσωπικού με το κοινωνικό. Το τίμημα της ταινίας είναι η μοναξιά του Σωτήρη, ενός προανακριτή με ιδιότυπη κοσμοθεωρία. Μόνος του κρίνει ποιος είναι πραγματικά αθώος και, γνωρίζοντας τις τρύπες του συστήματος, αποδίδει δικαιοσύνη με τον δικό του τρόπο. Κάποια στιγμή την πατάει εις διπλούν. Σκοτώνει και ερωτεύεται. Η Δώρα είναι η μοιραία γυναίκα της ζωής του, αλλά ο Σωτήρης έχει μάθει να κινείται σε ρυθμούς γραφειοκρατίας, που είναι πιο αργοί και από την ίδια τη ζωή. Αισθάνεται με καθυστέρηση, πνίγει τον καημό του στο ποτό, βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα παγκάκι μέχρι ν’ αποκοιμηθεί και να τον βρει το επόμενο πρωινό. Αναλόγως σκηνοθετεί και ο Τσίτος. Συνεχίζει στη φλέβα της Ακαδημίας Πλάτωνος, αξιοποιώντας τις σιωπές και τις εκφράσεις, και καταφέρνει ν’ αποσπάσει ατόφιο πόνο στο κέλυφος μιας σύγχρονης ελληνικής αποξένωσης. Στήνει τα πλάνα σαν να βρίσκεται σε μια σουρεαλιστική δημόσια υπηρεσία, με νεκροζώντανους υπαλλήλους τον Καφετζόπουλο και τον Στέργιογλου, απλούς, λακωνικούς, κωμικούς και τραγικούς μαζί, έξοχους. Η σχέση του Καφετζόπουλου με τη Θεοδώρα Τζήμου μοιάζει με ξέφωτο, ο ρόγχος ενός απελπισμένου και αξιοπρεπούς ανδρός, μια ευγενική, ειλικρινής, τελευταία χειρονομία.