Portnoy's Complaint, Goodbye Colombus, Elegy, είναι μερικά από τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του σπουδαίου Φίλιπ Ροθ που έχουν μεταφερθεί στο σινεμά, με πιο πρόσφατο το Humbling με τον Αλ Πατσίνο, πιο γνωστό το Ανθρώπινο Στίγμα με τον Άντονι Χόπκινς και τη Νικόλ Κίντμαν, και πιο φιλόδοξο του επερχόμενο American Pastoral, με εξεζητημένη επιλογή τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, καθώς και στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι περισσότερες απόπειρες είναι απογοητευτικές, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθούν η σκληρότητα, ο πεσιμισμός και η ακρίβεια της γραφής σε λόγο και εικόνα, χωρίς να προδοθεί το πνεύμα του Ροθ. Ο Αμερικανός συγγραφέας μπορεί να ακολούθησε τον δικό του δρόμο στα γράμματα, αλλά ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '50 που διαχώρισε την ποπ, μαζική ψυχαγωγία από τη σοβαρότητα της τέχνης. Ενώ αποδοκιμάζει τον κινηματογράφο στο σύνολό του, δεν έχει φτάσει στο σημείο του Σάλιντζερ, ούτε βέβαια να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και να παραγάγει μύθους στο ρελαντί, αλλά ούτε και να απαγορέψει τη μεταφορά των έργων του. Σε επιλεγμένα σενάρια, του Τσάρλι Κάουφμαν αλλά και του Γούντι Άλεν (Deconstructing Harry), συναντάμε ψήγματα του Ροθ, μια κληρονομιά που δημιουργικά μπολιάζεται στους τροπισμούς τρίτων, αλλά το μεγάλο και ίσως άλυτο πρόβλημα στις κανονικές διασκευές, εκτός από τη σπαζοκεφαλιά της συμπύκνωσης και της μη κινηματογραφήσιμης πλοκής μέσα στην πλοκή (ο αναλυτής και ιστορικός Λίο Ρόμπσον υπαινίσσεται πως ενδέχεται να είναι ηθελημένη εκ μέρους του Ροθ, για επίδοξους μετασκευαστές), είναι ο ήχος του λόγου του.

 

Χάρη στην ακαδημαϊκή αφήγηση, οι λίγες ανατροπές αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο, αλλά η ταινία πραγματικά περιστρέφεται γύρω από δύο κύριες στιγμές, όπου πρωταγωνιστεί ο κεντρικός χαρακτήρας

 

Σε έναν μεγάλο βαθμό, η Αγανάκτηση, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του συχνού σεναριογράφου του Ανγκ Λι, Τζέιμς Σέιμους, πετυχαίνει αυτό ακριβώς – ένα επίτευγμα, αν αναλογιστούμε τα μοιραία λάθη στο πολύπλοκο, ζουμερό και πιο αβανταδόρικο Ανθρώπινο Στίγμα. Βασισμένο στο Indignation που εκδόθηκε το 2008, το φιλμ επικεντρώνεται στη μετέωρη κατάσταση ενός φοιτητή ανάμεσα στις σπουδές του στα νομικά και στην προοπτική (που απεύχεται) να υπηρετήσει στο πόλεμο της Κορέας, έναν μακροσκελή διάλογο με τον πρύτανη του κολεγίου όπου φοιτά και τις επιπτώσεις μιας πεολειχίας από την όμορφη κοπέλα που δεν είναι σίγουρος αν έχει ερωτευθεί, μετά το αρχικό σοκ της πρώτης του σεξουαλικής εμπειρίας. Το κλίμα του ακραίου συντηρητισμού που αντιμετωπίζει ο νεαρός, φλογερός στα πιστεύω του και ιδεαλιστής Μάρκους στις αρχές της δεκαετίας του '50 ιχνογραφείται με μια κομψή, sotto voce ατμόσφαιρα που παραπέμπει στις καλές στιγμές του Τζέιμς Άιβορι, αλλά οι καντέντσες, οι τονικές αυξομειώσεις, η διακριτή εβραϊκότητα που καθορίζει τη συνείδηση και την αντίδραση του πρωταγωνιστή ανήκουν στο σύμπαν του Ροθ και μεταφράζονται από τον Σέιμους σε περιεκτικές εικόνες, που συνοδεύουν ιδανικά τους διαλόγους.

 

Χάρη στην ακαδημαϊκή αφήγηση, οι λίγες ανατροπές αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο, αλλά η ταινία πραγματικά περιστρέφεται γύρω από δύο κύριες στιγμές, όπου πρωταγωνιστεί ο κεντρικός χαρακτήρας, με τον πάλαι ποτέ πιτσιρίκο του Πέρσι Τζάκσον, Λόγκαν Λέρμαν, σε κοντρολαρισμένο πορτρέτο εποχής, ωστόσο λάμπουν δύο άνθρωποι του θεάτρου. Από τη μία ο Τρέισι Λετς (ως θρησκευόμενος, «τετράγωνος» πρύτανης), βραβευμένος με Τόνι και Πούλιτζερ ηθοποιός και συγγραφέας των Bug και August, Osage County, πάλλεται από εξοργιστικό, ολύμπια γαλήνιο συντηρητισμό στην 20λεπτη ανάκριση στην οποία υποβάλλει τον φοιτητή του, κολακεύοντας και ταπεινώνοντάς τον, χωρίς ν' ανεβάσει τους παλμούς του, ταμπουρωμένος αρχοντικά στις αρτηριοσκληρωτικές του θέσεις και το υψηλό πόστο του, σε μια σκηνή που, παρά τη διάρκειά της, δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ. Από την άλλη, η διακεκριμένη ηθοποιός του θεάτρου Λίντα Έμοντ, σε μια μικρή σε διάρκεια, καθηλωτική ερμηνεία, εφάμιλλη της Βαϊόλα Ντέιβις στο Doubt και του Μαρκ Ράιλανς στη Γέφυρα των Κατασκόπων, καρφώνει με το βλέμμα της τον γιο Μάρκους, όταν του ζητάει να αλλάξει τη ρότα της ζωής του με ένα βαρύτιμο αντάλλαγμα – συνταρακτική. Όπως τα βιβλία του Ροθ κάνουν ακριβώς το αντίθετο από το να χαϊδεύουν το θυμικό και τις προσδοκίες των αναγνωστών, έτσι και η ταινία του Σέιμους, ο οποίος επέλεξε να παραλείψει το σημαντικό κομμάτι της επήρειας της μορφίνης από την οπτική του πρωταγωνιστή για να σώσει τη συνάφεια, εξευγενίζει την αφήγηση, διατηρεί την τιμή της αγάπης, αλλά και τις φαταλιστικές αιχμές, ακέραιες.