Ο Νίκος Περάκης συναντάει τους 3 νεαρούς καλλιτέχνες που πρωταγωνιστούν στην τελευταία του ταινία, σχεδόν τυχαία. Μόνο ο ένας είναι ηθοποιός, ο Αντρέας Κωνσταντίνου, τελειόφοιτος πια της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ο Περάκης τον ξαναβρίσκει στις πρόβες των πτυχιακών εξετάσεων με τους συμφοιτητές του και τον θεατρικό του δάσκαλο και σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη. H Ίλια Πατάπη είναι μια νεαρή τραγουδίστρια που παλεύει για μια θέση στην αθηναϊκή μουσική σκηνή με το γκρουπ της, τους Stiletto Scag, ενώ φλερτάρει και με τη δισκογραφία. Ο Περάκης την πρωτοβλέπει σ' ένα soundcheck στο Γκάζι.

Τον street artist Αλέξανδρο Βασμουλάκη -τοιχογράφο, κατά τον ίδιο- τον συναντά πάνω σε μια σκαλωσιά να ολοκληρώνει ένα έργο σε μια εξαώροφη μεσοτοιχία, στον Σταθμό της Πυροσβεστικής του Ψυρρή. Μέσα σε τρία 24ωρα, η κάμερα παρακολουθεί τη ζωή αυτών των τριών νέων και καταγράφει το πώς διαταράσσουν την «κοινωνική ανακωχή», όταν οι προσδοκίες τους διαψεύδονται από το πολλαπλών μορφών «κατεστημένο», είτε αυτό λέγεται δημόσια τάξη, είτε επικοινωνία ή απλά mainstream.

Η ταινία του Περάκη μπορεί να λειτουργήσει, εκτός από μια προσωπική ματιά σε μια νέα γενιά καλλιτεχνών που προσπαθούν να βρουν μια άκρη ανάμεσα στην πρακτικότητα της επιβίωσης και τις ανησυχίες τους, ως ένα εθνογραφικό ντοκιμαντέρ, επικεντρώνοντας τέλεια στα στέκια κάτω από το κέντρο - η αίσθηση της γεωγραφίας είναι μοναδική, καθώς ο Περάκης μυρίζεται την περιοχή και τη διαβάζει με ευκρίνεια. Κάποια από τα εδάφια της ταινίας είναι ζωντανά και φυσικά, άλλα (όπως η απαραίτητη ανάσα με τους φιλοσοφούντες μπάτσους) κλοτσάνε στο πνεύμα του χιουμοριστικού ρεαλισμού.

Σημασία έχει ότι ο Περάκης κάνει την πρώτη μη πολιτική proactive ταινία, που παρακινεί τους θεατές και εν δυνάμει κατοίκους της πόλης να ενεργήσουν όπως εκείνοι νομίζουν, βλέποντας την τεχνοθεραπεία που επιχειρεί, με ποικίλα αποτελέσματα, ένα δείγμα από τα νιάτα που θέλουν να σκέφτονται με γνώμονα την τέχνη. Όπως την αντιλαμβάνονται, βεβαίως, διότι η ζώνη του Ψυρρή, παρά τους αυτοματισμούς και την πόζα, πέρασε και δεν άγγιξε το νεοϋορκέζικο Village.